Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Το μυστήριο των επιστολών του Circleville

Το απόγευμα της 7ης Φεβρουαρίου του 1983, η Mary Gillispie, μια οδηγός σχολικού λεωφορείου στην πόλη Circleville του Οχάιο, μόλις είχε αφήσει μια ομάδα παιδιών και πήγαινε να πάρει μια άλλη, όταν είδε μια πινακίδα. Ήταν τοποθετημένη σε μια διασταύρωση στην διαδρομή του λεωφορείου.

Αμέσως, σταμάτησε το λεωφορείο και πήγε στην χειρόγραφη πινακίδα, η οποία αναφερόταν αισχρά για τη νεαρή κόρη της, την Traci. Εδώ και χρόνια, η Gillispie δεχόταν παρενόχληση, συνήθως μέσω επιστολών, και ήξερε ότι η πινακίδα ήταν έργο του ίδιου ανώνυμου δράστη. Στις επιστολές, την είχε προειδοποιήσει ότι θα έγραφε δημόσια τα μηνύματα.

Ενοχλημένη, σήκωσε την πινακίδα και τον παράξενο στύλο που την κρατούσε, τα πήρε στο λεωφορείο και συνέχισε την πορεία της. Εκείνο το απόγευμα, όταν εξέτασε την πινακίδα καλύτερα, άνοιξε ένα μικρό δοχείο στον στύλο. Μέσα του ήταν ένα πιστόλι. Σύντομα, θα μάθαινε ό,τι το άτομο που την παρενοχλούσε εδώ και χρόνια, ήθελε η Gillispie να αρπάξει την πινακίδα με θυμό. Και όταν θα το έκανε, το πιστόλι θα έριχνε.
 
Ο υδάτινος πύργος του Circleville - πηγή
 
Με πληθυσμό περίπου 14.000 ανθρώπους, το Circleville του Οχάιο δεν είναι τόσο μεγάλο για να έχει πολλά μυστικά. Περίπου 25 μίλια νότια της πρωτεύουσας και μεγαλύτερης πόλης της πολιτείας, Κολόμπους, φιλοξενεί κατασκευάστριες εταιρείες, το Πανεπιστήμιο του Οχάιο και έναν υδάτινο πύργο βαμένο σαν κολοκύθα. Στην πόλη επικρατεί μια αίσθηση οικειότητας -μια εγγύτητα που ο συγγραφέας των επιστολών περιφρονούσε.

Το καλοκαίρι του 1976, η Mary Gillispie έλαβε μια επιστολή με ταχυδρομική σφραγίδα από το Κολόμπους, χωρίς όμως να είχε κάποια υπογραφή ή διεύθυνση επιστροφής. Στην επιστολή, αυτός που την έγραψε ισχυριζόταν ότι η Mary είχε σχέση με τον επιθεωρητή ενός σχολείου, τον Gordon Massie, και την προειδοποιούσε να ξεκόψει.
 
"Ξέρω πού μένεις. Έχω παρακολουθήσει το σπίτι σας και ξέρω ότι έχετε παιδιά. Δεν είναι αστείο. Παρακαλώ, πάρ' το στα σοβαρά", έγραφε η επιστολή.

Σύντομα, άρχισε να λαμβάνει επιστολές και ο σύζυγός της Ron, από τον οποίον, ο ανώνυμος αποστολέας, απαιτούσε να εμφανιστεί στο σχολικό συμβούλιο με τις πληροφορίες, αλλιώς, κινδύνευε να σκοτωθεί. Η Mary διαβεβαίωσε τον Ron ότι ήταν όλα ψέμα. Το ζευγάρι αποφάσισε να μην πει τίποτα πουθενά, με την ελπίδα ότι θα σταματούσαν οι επιστολές. Κάτι τέτοιο όμως δε συνέβη. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, έφτασαν και άλλες επιστολές, αυτή τη φορά προειδοποιώντας ότι αν η Mary δε διέλυε την εξωσυζυγική της σχέση, ο ανώνυμος συγγραφέας θα την αποκάλυπτε σε ασύρματους και διαφημιστικές πινακίδες.
 

Σε αυτό το σημείο, οι Gillispie αποφάσισαν να μιλήσουν για το τι συνέβαινε στην οικογένειά τους και το είπαν στην Karen -την αδερφή του Ron- και τον σύζυγό της, Paul Freshour, έναν υπάλληλο σε ένα εργοστάσιο, που κάποτε είχε δουλέψει ως φύλακας φυλακών και, όταν τον Αύγουστο του 1968, οι κρατούμενοι της σωφρονιστικής φυλακής του Οχάιο κατέλαβαν την φυλακή, επιβίωσε από μια ομηρεία 30 ωρών.

Μιλώντας μαζί τους, η Mary είπε ότι είχε κατά νου έναν ύποπτο, τον David Longberry, έναν οδηγό λεωφορείου που κάποτε την είχε φλερτάρει. Ίσως, σκέφτηκε, ο Longberry ένιωσε να τον απορρίπτουν και ήθελε να την χλευάσει. Συμφώνησαν ο Paul να γράψει μια επιστολή στον Longberry, για να του δείξουν ότι οι Gillispie ήξεραν τι έκανε, ώστε να σταματήσει.

Για λίγο, οι επιστολές σταμάτησαν. Και μετά άρχισαν οι πινακίδες.

Προς απογοήτευσή τους, η Mary και ο Ron άρχισαν να βλέπουν πινακίδες στην πόλη που ισχυρίζονταν ότι ο Gordon Massie, ο επιθεωρητής, εμπλεκόταν ρομαντικά με την 12χρονη κόρη τους, την Traci. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Ron έβγαινε στην πόλη νωρίς το πρωί για να γκρεμίσει τις πινακίδες, πριν τις δει η Traci.

Αναμφίβολα, η παρενόχληση εξόργισε τον Ron. Στις 19 Αυγούστου του 1977, έλαβε ένα τηλεφώνημα στο σπίτι τους. Ο άγνωστος που τηλεφώνησε ανέφερε ότι παρακολουθούσε το σπίτι τους και ότι ήξερε το φορτηγό του Ron. Εκείνος, εξοργισμένος, είπε στην οικογένειά του ότι πίστευε ότι είχε αναγνωρίσει τον εκβιαστή και έφυγε έτοιμος να τον αντιμετωπίσει, παίρνοντας μαζί του ένα όπλο.

Λίγα λεπτά αργότερα, ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Δεν τραυματίστηκε κανείς όμως. Αντ' αυτού, βρήκαν τον Ron Gillispie να πεθαίνει στο τιμόνι του φορτηγού του. Γύρω, δεν φαινόταν κανένας άλλος.
 

Οι αρχές, συμπεριλαμβανομένου και του σερίφη της κομητείας, δεν βρήκαν κανέναν κάλυκα επί τόπου. Ο Ron είχε πιει -η περιεκτικότητα σε αλκοόλ στο αίμα του ήταν 0,16, το διπλάσιο από το όριο. Ελλείψει ισχυρών αποδείξεων για το αντίθετο, ο σερίφης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Ron είχε πέσει κατά λάθος πάνω σε ένα δέντρο.

Οι συγγενείς δεν μπορούσαν να αποδεχτούν το γεγονός ότι ο Ron ήταν μεθυσμένος, ισχυριζόμενοι ότι δεν ήταν πότης. Όμως, η αστυνομία δεν πείστηκε ότι έφταιγε κάποιος άλλος. Ο σερίφης είπε στον κουνιάδο του Ron ότι ανέκριναν έναν ύποπτο -τον οποίο δεν κατονόμασε- αλλά πέρασε το τεστ του πολύγραφου (το γνωστό τεστ ανίχνευσης ψεύδους).

Σύντομα, άρχισαν να φθάνουν περισσότερες επιστολές, αλλά αυτή τη φορά στους κατοίκους της πόλης -και εκτός αυτής-, που ανέφεραν ότι ο σερίφης συμμετείχε σε κάποιο είδος συγκάλυψης του θανάτου του Ron και ότι υπεύθυνοι για τον θάνατό του ήταν η Mary και ο Gordon Massie.

Ο θάνατος του Ron έμελλε να μην είναι η μόνη αλλαγή στη ζωή της Mary. Ο Paul και η Karen Freshour χώρισαν και η Mary δέχτηκε να μείνει η Karen σε ένα τρέιλερ στο οικόπεδό της. Κάποια στιγμή μετά το θάνατο του Ron, η Mary παραδέχτηκε ότι όντως είχε σχέση με τον Massie, αλλά αυτό συνέβη αφού ξεκίνησαν οι ανώνυμες επιστολές, όχι πριν.

Ήταν μια παράξενη παραδοχή, αλλά όχι τόσο παράξενη όσο αυτό που συνέβη στις 7 Φεβρουαρίου του 1983. Όταν η Mary κατέβασε την παγιδευμένη πινακίδα -που φαινόταν να είχε παγιδευτεί έτσι ώστε, όταν η Mary θα την κατέβαζε, το όπλο θα πυροβολούσε-, ο σερίφης και οι αρχές άρχισαν τις προσπάθειες εντοπισμού του ιδιοκτήτη του όπλου. Ο σειριακός του αριθμός είχε λιμαριστεί, αλλά κατάφεραν να βρουν αρκετά στοιχεία ώστε να προσδιορίσουν σε ποιον ανήκε. Έτσι, φαινόταν σίγουρο ότι ο ιδιοκτήτης του όπλου ήταν και ο ανώνυμος αποστολέας των επιστολών.

Το όπλο ανήκε στον Paul Freshour.
 

Τόσο η Mary όσο και η αστυνομία ήταν συγκλονισμένοι. Γιατί ο Freshour; Καθ' όλη τη διάρκεια της έρευνας και μετά από την καταδίκη του, κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει τι ακριβώς τον παρακίνησε να απειλήσει τους κουνιάδους του. Και ενώ ο Freshour επέμενε στην αθωότητά του, τα στοιχεία εναντίον του ήταν δύσκολο να αγνοηθούν.

Αφού αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση 50.000 δολαρίων, ο Freshour εισήχθη εθελοντικά στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας του Νοσοκομείου Riverside επειδή ήθελε να τον εξετάσουν οι γιατροί, πιθανώς, για να κάνει ένσταση ως μη ένοχος λόγω παραφροσύνης (αυτός ο λόγος απορρίφθηκε αργότερα). Αργότερα, ένας συνάδελφος του στο εργοστάσιο, ο Wesley Wells, κατέθεσε ότι ο Freshour είχε αγοράσει το όπλο από αυτόν για 35 δολάρια, ενώ τα αρχεία του προσωπικού του εργοστασίου έδειξαν ότι, στις 7 Φεβρουαρίου -την ημέρα που η Mary ανακάλυψε την παγιδευμένη πινακίδα-, ο Freshour είχε ρεπό. Επίσης, πήραν χειρόγραφα δείγματα του Freshour, τα οποία, σύμφωνα με ειδικούς, ταίριαζαν με 391 από τις επιστολές και 103 καρτ-ποστάλ που είχαν σταλεί στους Gillispie και σε άλλους κατοίκους της περιοχής.

Συνολικά, είχαν αποσταλεί πάνω από 1000 επιστολές στο Νότιο Οχάιο, πολλές από τις οποίες διαμαρτύρονταν για την πολιτική διαφθορά και μάλιστα, μερικές περιείχαν αρσενικό.

Ο Freshour παραδέχτηκε ότι αγόρασε το όπλο αλλά δεν ήξερε τι συνέβη με αυτό. Είπε επίσης ότι ο σερίφης του ζήτησε να αντιγράψει δείγματα των προσβλητικών επιστολών, τα οποία οδήγησαν στην αντιστοιχία. Τελικά, τον Οκτώβριο του 1983, πέρασε από δίκη -η οποία διήρκεσε μια εβδομάδα. Οι ένορκοι χρειάστηκαν μόλις δυόμισι ώρες για να επιστρέψουν με την απόφασή τους, με την οποία τον έκριναν ένοχο για την κατηγορία της απόπειρας δολοφονίας με τη χρήση όπλου, το οποίο ήταν, είτε στην κατοχή του ή υπό τον έλεγχό του (επίσημα, δεν κατηγορήθηκε για τη σύνταξη οποιασδήποτε από τις επιστολές, αν και 39 από αυτές έγιναν δεκτές ως αποδεικτικά στοιχεία). Ο δικαστής τον καταδίκασε σε 7 έως 25 χρόνια κάθειρξης (και ακόμη τρία χρόνια για τον έλεγχο ενός όπλου κατά τη διάρκεια της παράβασης).

Όμως, το μυστήριο του Circleville δεν τελείωσε εκεί. Ακόμα και όταν ο Freshour φυλακίστηκε, μερικές φορές όταν ήταν ακόμη και στην απομόνωση, οι κάτοικοι της περιοχής συνέχισαν να λαμβάνουν επιστολές. Μάλιστα, έλαβε και ο ίδιος μία, στην οποία τον χλεύαζαν όταν του αρνήθηκαν πρόωρη αποφυλάκιση. "Πότε θα πιστέψεις ότι δεν πρόκειται να βγεις ποτέ από εκεί; Σου είπα πριν από δύο χρόνια: Όταν τα στήνουμε, παραμένουν στημένα. Δεν ακούς;".
 
To Ohio Penitentiary, το 1990, η φυλακή που είχε δουλέψει και είχε κρατηθεί όμηρος ο Paul Freshour - πηγή

Το 1994 ο Freshour αποφυλακίστηκε με όρους και συνέχισε να επιμένει ότι δεν είχε καμία σχέση με τις επιστολές. Αν ήταν ένοχος, τα κίνητρά του παραμένουν αινιγματικά. Μια θεωρία αναφέρει ότι έτσι έδειχνε πίστη στη σύζυγό του, της οποίας ο αδελφός μπορεί να γνώριζε για την σχέση της Mary -κάτι που η ίδια αρνήθηκε ότι συνέβη όσο ζούσε ο Ron- και ήθελε να τους βοηθήσει να λήξουν το θέμα.

Όμως, ο γάμος των Freshour έδειχνε τεταμένος. Στο Κολόμπους, η Karen είχε κάνει αιτήσεις διαζυγίου ισχυριζόμενη ότι ο Paul την κακοποιούσε σωματικά και ήταν επιρρεπής στην βία. Ίσως, φοβούμενη ένα διαζύγιο που θα κατέληγε με τον Paul να παίρνει την επιμέλεια των παιδιών τους, ήθελε να τον παγιδέψει, αν και δεν είναι σαφές γιατί να διακινδύνευε κάτι σκοτώνοντας την Mary.

 
Από τη μεριά της, η αστυνομία επικρίθηκε επειδή δεν ασχολήθηκε με ένα στοιχείο. Σύμφωνα με έναν άλλο οδηγό λεωφορείου που εργαζόταν την ημέρα που η Mary ανακάλυψε την παγίδα, ένα κίτρινο El Camino ήταν σταθμευμένο στη διασταύρωση, και ένας άντρας, που δεν έμοιαζε με τον Freshour, στεκόταν κοντά του, προσποιούμενος ότι ουρούσε. Αυτός ο άντρας δεν ταυτοποιήθηκε ποτέ.

Ο Freshour πέθανε το 2012. Μέχρι και σήμερα δεν έχουν αποκαλυφθεί νέα στοιχεία. Αν ο δράστης ήταν ο Freshour, σίγουρα τα παράτησε όταν καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Αν υπήρχαν αντιγραφείς ή συνεργοί, και αυτοί σταμάτησαν -οι επιστολές σταμάτησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Σε ένα άρθρο του 1978 σε μια εφημερίδα για την 10η επέτειο από τις ταραχές στις φυλακές του Οχάιο, ο Freshour ρωτήθηκε αν τον έβλαψε η ομηρία που είχε υποστεί. Ισχυρίστηκε ότι δεν είχε κάποιο πρόβλημα, αν και είπε ότι ο κόσμος τον ρωτούσε συχνά αν είχε γίνει αλκοολικός, είχε δει κάποιον ψυχίατρο ή είχε υποστεί κάτι απ' όλο αυτό. Όλα ήταν καλά με τον Paul Freshour και δεν ανέφερε κάτι παράξενο.

"Κάπου-κάπου, ακόμα έχω εφιάλτες", είπε ο Freshour. "Ονειρεύομαι τι θα μπορούσε να είχε γίνει και τι έγινε. Όμως, όταν σκέφτομαι τι συνέβη, νιώθω ότι είμαι τυχερός που είμαι τόσο ισορροπημένος, λαμβάνοντας υπόψη πόσο κοντά στο θάνατο ήρθα".

από: mental floss

Από το 3otiko

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου