Το 1856, ένας Γάλλος περιηγητής, περαστικός από την Αθήνα, έγραψε σε μια φίλη του στο Παρίσι:
“Τη χθεσινή μου μέρα την πέρασα σε μια παραλία, κοντά στην πόλη των Αθηνών, το ονομαζόμενο Παλαιό Φάληρο. Είναι μια ξερή και άδεντρη ακτή, κατοικούμενη από λιγοστούς βοσκούς και ψαράδες, αλλά για την οποία η Φύση έχει εργαστεί με όλη της τη λεπτότητα και
όλη της τη χάρη.Σπανίως απάντησα στη ζωή μου μια τόσο χαριτωμένη ακρογιαλιά. Και φαντάζομαι σε τι θαυμάσιο καλοκαιρινό προάστιο θα μεταβληθεί ύστερα από τριάντα ή σαράντα χρόνια ο τόπος τούτος. Ασφαλώς, τότε το Παλαιό Φάληρο θα γίνει ανώτερο από τη δική μας Κυανή Ακτή”.
Είναι γεγονός πως το 1856 ολόκληρη η έκταση του Παλαιού Φαλήρου ανήκε ακόμα στο αθηναϊκό Μετόχι της Αγίας Αικατερίνης και η παμπάλαιη οικογένεια των Ξηροταγάρων έβοσκε εκεί τα κοπάδια της.
Ύστερα από λίγα χρόνια, όλη η περιοχή περιήλθε στην κυριότητα και κατοχή της οικογένειας Ξηροταγάρου και ο τόπος έλαβε το όνομά της για περισσότερα από σαράντα χρόνια.
Γύρω στο 1870, το Παλαιό Φάληρο, δυνάμει διαφόρων αγοραπωλησιών, ανήκε σε δώδεκα αθηναϊκές οικογένειες, αλλά η οικογένεια Ξηροταγάρου διατηρούσε σαφώς το μεγαλύτερο τμήμα του. Μα, η φυσική κατάσταση παρέμενε αναλλοίωτη. Λίγες καλύβες στην ακρογιαλιά ή γύρω στους γραφικούς λοφίσκους και η παραλία αυτή, που τόσο είχε αγαπήσει ο Όθων και η Αμαλία και έκαναν έφιπποι τους περιπάτους τους, εξακολουθούσε να μένει στην πρωτογενή της κατάσταση, αλώβητη και παρθενική. Μερικοί Αθηναίοι που είχαν τα κτήματά τους εκεί, κατέβαιναν έως το Παλαιό Φάληρο καβάλα στα γαϊδουράκια τους, τους περίφημους μπουρίκους της Πλάκας.
Η ειδυλλιακή αυτή κατάσταση ήταν απαράλλακτη για αρκετά χρόνια, μέχρι που ξαφνικά άρχισε να μεταβάλλεται. Η έρημη ακρογιαλιά απέκτησε, εκτός από τους βοσκούς, και άλλους κατοίκους, μονιμότερους. Κοντά στις ταπεινές καλαμόπλεχτες καλύβες, χτίζονταν εντυπωσιακά σπίτια.
Πρώτοι οι αδελφοί Ξηροτάγαροι έχτισαν κοντά στο σπίτι τους ένα εστιατόριο, απέναντι από το μετέπειτα “Μπαρ Πλάτωνος”, όπου απολάμβαναν μεζέδες και ρετσίνα οι διαβάτες.
Το εστιατόριο των Ξηροταγάρων ήταν το πρώτο που ιδρύθηκε στο Παλαιό Φάληρο και για πολλά συναπτά έτη αποτέλεσε το μόνο μαγαζί για εκείνους που κατέβαιναν εκεί, για να κάνουν τα μπάνια τους και για να παραθερίσουν.
Μα, ας μιλήσουμε λίγο για τον έναν από τους δύο αδελφούς Ξηροταγάρους, τον θρυλικό μπάρμπα Σπύρο. Τούτος ήταν όχι μόνο ο κορυφαίος γλεντζές του Παλαιού Φαλήρου, αλλά και της Πλάκας και του Ψυρρή, των δύο αυτών συνοικιών που άφησαν όνομα για τους παλικαράδες τους και τους χαροκόπους τους.
Ο Σπύρος Ξηροτάγαρος, με τα καινούρια του κοντοβράκια, το κατακόκκινο πρόσωπο, τα φλογισμένα μάτια, την ερωτοπαθή του καρδιά και την απεριόριστη γενναιοδωρία του ήταν τύπος πασίγνωστος και κοσμαγάπητος. Κάθε βράδυ, μαζί με τους μακαντάσηδές του, γλεντούσε θορυβωδώς, τρώγοντας, πίνοντας και τραγουδώντας, έχοντας πάντοτε στο πλάι του βιολιά να του ανάβουν τον σεβντά.
Τρεις βάρκες, αραγμένες μπροστά στο μικρό ξενοδοχείο του, περίμεναν τον ξεφαντωτή κτηματία του Παλαιού Φαλήρου και τους φίλους του, για να τους μεταφέρουν στις απέναντι ακτές του Νέου Φαλήρου, της Καστέλλας, του Αγίου Κοσμά ή της Γλυφάδας, για να συνεχίσουν το γλέντι τους.
Κάθε μέρα στον κατάλογο των φίλων του μπάρμπα Σπύρου συγκαταλέγονταν και νέοι φίλοι και έτσι, κάθε νύχτα οργανώνονταν νέα ξεφαντώματα και ξέφρενα γλεντοκόπια. Για όλα αυτά χρειάζονταν πολλοί παράδες, αλλά ο Σπύρος δεν ανησυχούσε διόλου. Κτήματα είχε πολλά και στην Αθήνα και στο Φάληρο. Έτσι, αν πάνω στο γλέντι του χρειαζόταν χρήματα για να πληρώσει τους ογκώδεις λογαριασμούς του, πουλούσε κι ένα κτήμα του.
Κι αν συνέβαινε το γλέντι να γινόταν στο Φάληρο, η αγοραπωλησία τελούνταν με τον απλούστερο τρόπο: ο Σπύρος έπαιρνε τον αγοραστή, που ήταν συνήθως μέλος της παρέας του, έβγαιναν στα χωράφια κι εκεί, επί τόπου, μ’ ένα σκοινί για μέτρο, ο μεγαλοκτηματίας τού πουλούσε όση γη ήθελε. Αυτές ήταν οι περίφημες “με την τριχιά” πωλήσεις του Ξηροταγάρου, που έκαναν πολλούς φτωχούς να γίνουν πλούσιοι οικοπεδούχοι στο Παλαιό Φάληρο.
Μάλιστα, όταν οι αδελφοί Ξηροτάγαροι έχτισαν τότε το μοναδικό ξενοδοχείο τους στην περιοχή, ο γλεντζές τούτος άντρας έκρινε σκόπιμο να υψώσει στη μια πλευρά του έναν μικρό πύργο, τον οποίο εξόπλισε και με δυο μπρούτζινα κανόνια. Αυτό δεν έγινε μόνο από απλή ματαιοδοξία. Τα αίτια ήταν σπουδαιότερα.
Ο μπάρμπα Σπύρος, άλλωστε, θεωρούσε όλη την αιγιαλίτιδα ζώνη δική του. Για να περιφρουρήσει, λοιπόν, τα παραθαλάσσια οικόπεδά του, έχτισε εκείνον τον πύργο. Κάποτε έφτασε στο σημείο να οπλίσει τα κανόνια του εναντίον του αγγλικού στόλου.
Μια ισχυρή μοίρα του αγγλικού στόλου, υπό τον Ναύαρχο Edward Seymour, κατέπλευσε στον φαληρικό όρμο. Ο Σπύρος, που εκείνη τη στιγμή γλεντούσε με τους φίλους του σ’ ένα παραλιακό μαγαζί, γύρισε και τους είπε:
-Τώρα να δείτε τι θα πάθει ο Εγγλέζος!
Οι Άγγλοι έβλεπαν τον καπνό που έβγαινε μαύρος από τον μικρό πυργίσκο και άκουγαν ελαφρούς κρότους από τα ακίνδυνα λιλιπούτεια κανόνια του, αλλά δεν ήξεραν για ποιον λόγο γινόταν όλο εκείνο το δράμα.
Όταν έφτασε στους Αξιωματικούς της ναυαρχίδας η εξήγηση του μυστηριώδους φαινομένου, ο Ναύαρχος Seymour γέλασε και θέλησε να γνωρίσει τον άνθρωπο, που βομβάρδιζε με στουμπωμένες εφημερίδες τον ισχυρότερο στόλο του κόσμου και διεκδικούσε από το Βασιλικό Ναυτικό της Αγγλίας δικαιώματα στην αιγιαλίτιδα ζώνη του Φαλήρου.
Διέταξε μια βάρκα να πάει να του φέρει τον μπάρμπα Σπύρο και ο Ναύαρχος τον ρώτησε, με τη βοήθεια μεταφραστή, χαριτολογώντας, πόσα χρήματα του χρωστούσε, επειδή είχε σταθμεύσει τα πλοία του αρόδο.
Μα, εκείνος, αφού σκέφτηκε λιγάκι, έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο, λέγοντας πως δεν του χρωστούσε τίποτε.
Όταν βγήκε στη στεριά και ξανασυναντήθηκε με τους φίλους του, ο Φαληριώτης μεγαλοκτηματίας έδωσε την εξής θαυμάσια απάντηση:
-Τι χρήματα να πάρω από τους ξένους ανθρώπους; Δεν τηράτε πόσα θέλουνε μονάχα για κάρβουνο για τούτα τα σκαριά; Τόσοι και τόσοι τρώνε από μένα. Ας φάει, λοιπόν, και η Αγγλία…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 19/03/1931…
Από το el.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου