Η εγχώρια παραγωγική διαδικασία σε βιοτεχνία και βιομηχανία είναι γεμάτη από λυπηρά λουκέτα. Τόσα που αν κάποιος μπορούσε με ένα μαγικό ραβδί να αναγεννήσει τις επιχειρήσεις που χάθηκαν από κακοδιαχείριση, οικονομική κρίση, μικροκομματικά και συντεχνιακά συμφέροντα θα ανακάλυπτε μια Ελλάδα αυτάρκη σε πλήθος προϊόντων και με πολύ σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα.
Υπάρχουν, δυστυχώς λίγα, μεγάλα
brand που πήγαν κόντρα στον κανόνα και απέφυγαν την ύστατη ώρα τους τίτλους τέλους. Μία από αυτές είναι η σημαντικότερη εταιρία παραγωγής υποδημάτων, η περίφημη «boxer».Πολλοί από αυτούς που έχουν φορέσει boxer δεν γνώριζαν ότι τα παπούτσια είναι ελληνικά. Ακόμα λιγότεροι ξέρουν ότι η εταιρία έκλεισε το 2019 έναν αιώνα ζωής!
Και αυτό γιατί η ιστορία της επιχείρησης ξεκινάει ουσιαστικά το 1919, οπότε ο Ιωάννης Φειδάς, οικονομικός μετανάστης στις ΗΠΑ επί 12 χρόνια, στήνει τη μικρή βιοτεχνία του στον τόπο καταγωγής του, την Καλαμάτα. Είναι ο πρώτος τσαγκάρης που φέρνει μηχανές από της ΗΠΑ για να παράγει βιομηχανικό παπούτσι, αλλά η επιχείρηση δεν πηγαίνει καλά. Οι Έλληνες δεν είχαν σε καμία εκτίμηση το βιομηχανικό παπούτσι, παρά μόνο το χειροποίητο. Ο Ιωάννης Φειδάς έμαθε όμως την τέχνη στο γιο του, Δημήτρη, που μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μετακόμισε στην Αθήνα και μαζί με τη σύζυγό του, Μαρία, «αναβιώνει» στου Ψυρρή την πατρική επιχείρηση.
Ο Δημήτρης Φειδάς εξειδικεύεται αρχικά στην κατασκευή πλεχτών παπουτσιών – τα πρώτα τέτοια στην Αθήνα – και καταφέρνει να γίνει ο προμηθευτής του ιστορικού καταστήματος του Λαμπρόπουλου στην οδό Αιόλου. Η δουλειά έχει «ανοίξει» και το τσαγκάρικο μεταφέρεται από το πατάρι στου Ψυρρή στην οδό Πρωτογένους, καταλαμβάνοντας πλέον ολόκληρο όροφο, που διαθέτει και πρατήριο λιανικής πώλησης.
Με τα χρόνια, η κόρη του ζευγαριού, Μίνα, μαθαίνει τη δουλειά και αναλαμβάνει όλο και περισσότερες ευθύνες, αναπτύσσοντας την επιχείρηση, που περνάει τελικά στα δικά της χέρια. Με το σύζυγό της, Γιάννη Νταή βάζουν μπρος στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ένα μεγαλεπήβολο πλάνο και το 1961 χτίζουν στα Άνω Πατήσια το πρώτο ιδιόκτητο εργοστάσιο.
Η μικρή βιοτεχνία μετατρέπεται σε μικρή βιομηχανία με περισσότερους από 50 εργαζόμενους και σύγχρονα για την εποχή μηχανήματα. Η αύξηση στη δυνατότητα παραγωγής ποιοτικών υποδημάτων είναι κατακόρυφη και η πελατεία επεκτείνεται σε πανελλαδικό επίπεδο. Το 1974 χτίζεται το δεύτερο ιδιόκτητο εργοστάσιο στις Αχαρνές, πολύ μεγαλύτερο και πιο σύγχρονο, ως αποτέλεσμα της συνεχούς ανόδου της ζήτησης των προϊόντων της επιχείρησης. Η παραγωγή γιγαντώνεται – έως και στα 5.000 ζεύγη παπουτσιών ημερησίως – και σταδιακά στο πελατολόγιο εντάσσονται ξένες αγορές, όπως η Γερμανία, η Αγγλία και η Σοβιετική Ένωση. Χάρη στον εξωστρέφειά της η «Φειδάς ΑΕ» εξελίσσεται στη μεγαλύτερη εγχώρια παραγωγική Βιομηχανία του κλάδου.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 η γερμανική εταιρία «Zalamander» καταθέτει πρόταση για εξαγορά της Boxer. Η απάντηση είναι αρνητική και την επόμενη ακυρώνονται όλες οι παραγγελίες από τη Γερμανία! Ήταν το δεύτερο σοβαρό πλήγμα για την εταιρία. Το πρώτο ήταν η είσοδος της χώρας της ΕΟΚ και η κατάργηση των δασμών, που εκτίναξε τον ανταγωνισμό, με την αθρόα προμήθεια ξενόφερτων παπουτσιών στα ελληνικά καταστήματα.
Η συμφωνία εξαγωγής του 1984 με την Σοβιετική Ένωση αποτέλεσε το αντίβαρο στις δύο δυσμενείς εξελίξεις. Το ελληνικό παπούτσι είχε πολύ σημαντικές εξαγωγές στη ρωσική αγορά και η πτώση της ΕΣΣΔ το 1990 ήταν ένα ακόμη οικονομικό «χτύπημα» για τη «Φειδάς ΑΕ».
Η Μίνα και ο Γιάννης Ντάης, ο οποίος απεβίωσε το 1990, απέκτησαν δύο γιους. Ο ένας από τους δύο, ο Παναγιώτης αποτελεί ουσιαστικά την τέταρτη γενιά της εταιρίας. Παρά τις κακοτοπιές η επιχείρηση αντέχει τους κλυδωνισμούς, ανακάμπτει και το 2006 αποφασίζεται να χτιστεί το τρίτο παραγωγικό εργοστάσιο στη βιομηχανική περιοχή Αχαρνών. Η Μίνα Φειδά αναθέτει στον Παναγιώτη το έργο που θα παρέχει τη δυνατότητα παραγωγής 8.500 ζευγαριών σε καθημερινή βάση. Το 2009 η εταιρία πιάνει ταβάνι, ξεπερνώντας τα 30 εκατομμύρια ευρώ ετησίως σε τζίρο. Ωστόσο τα δάνεια και τα μεγάλα ανοίγματα για τις ανάγκες οικοδόμησης του νέου εργοστασίου έρχονται στο χειρότερο δυνατό timing. Τα εγκαίνια του συμπίπτουν σχεδόν με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, που την επόμενη δεκαετία σαρώνει την ελληνική αγορά.
Μέσα σε 5 χρόνια οι πωλήσεις μειώνονται περίπου κατά 70% (!). Οι οικονομικές υποχρεώσεις συσσωρεύονται και τα χρέη διογκώνονται, με αποτέλεσμα η εταιρία να εμφανιστεί με έλλειμμα 25 εκατομμύρια ευρώ.
Έτσι, η εταιρία αναγκάστηκε να ενεχυριάσει ακίνητα και κινητά περιουσιακά στοιχεία (π.χ. εξοπλισμός) ή να προχωρήσει σε προσημείωση τους από τράπεζες, για πάρει παράταση ζωής.
Η πτώχευση έμοιαζε να είναι κοντά, αποφεύχθηκε όμως την τελευταία στιγμή διότι τα τελευταία χρόνια η κατανάλωση ανέκαμψε και η ζήτηση για τα προϊόντα boxer επανήλθε σε υψηλά επίπεδα. Αυτή η συνθήκη μαζί με το «δυνατό χαρτί» της εταιρίας, τις υπερσύγχρονες παραγωγικές μονάδες της, ήταν τα αντισταθμιστικά του τεράστιου ελλείμματος στα «μάτια» των πιστωτών.
Το 2017 η εταιρία κατέθεσε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών συμφωνία εξυγίανσης προς επικύρωση προκειμένου να πάρει «ανάσα ζωής» μετά από συμφωνία με τους πιστωτές. Η συμφωνία που υπογράφηκε με όλες τις πιστώτριες τράπεζες αφορούσε στην πλήρη αναδιάρθρωση της εταιρίας με σκοπό τον εξορθολογισμό της, τη ρύθμιση και αναδιάρθρωση των υποχρεώσεών της, αλλά και τη χορήγηση νέας χρηματοδότησης ύψους € 1,7 εκατ.
Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα ήρθε η απόφαση – λύτρωση του Πρωτοδικείου Αθηνών. Ενέκρινε μεταξύ άλλων την επέκταση σε 180 δόσεις (από 120) για την εξόφληση των οφειλών που είχε η εταιρία προς τα ασφαλιστικά ταμεία και το Δημόσιο, με ταυτόχρονο «κούρεμα» προστίμων και προσαυξήσεων.
Το νέο μοντέλο ανάπτυξης προέβλεπε τη μεταμόρφωση της εταιρίας σε σύγχρονη παραγωγική και εμπορική εταιρία, με την εφαρμογή νέου σχεδίου πωλήσεων και μάρκετινγκ, την παραγωγή νέων προϊόντων για όλες σχεδόν τις ηλικίες, την καλύτερη αξιοποίηση του δικτύου των 400 καταστημάτων τρίτων, τη δημιουργία νέων εταιρικών καταστημάτων και e-shop και την προώθηση εκ νέου των υποδημάτων ΦΕΙΔΑΣ στη διεθνή αγορά.
Η Boxer, πράγματι, ανέπτυξε έκτοτε νέες στρατηγικές marketing και δημιούργησε γκάμα προϊόντων που της επέτρεψε να διευρύνει το target group των πελατών της. Παράλληλα βρίσκεται σε εξέλιξη η απόπειρα για μείωση του κόστους παραγωγής χωρίς μείωση της ποιότητας, που είναι το σήμα κατατεθέν της εταιρείας από ιδρύσεως, αλλά και μείωση του τελικού κόστους του προϊόντος, για να είναι πιο ανταγωνιστικό.
«Χώρα χωρίς παραγωγή δεν μπορεί να επιβιώσει», έχει δηλώσει η κυρία Μίνα Φειδά-Νταή, που έδωσε έναν μακρύ και επίπονο αγώνα για να διασωθεί το σημαντικότερο ελληνικό brand υποδηματοποιίας στην αγορά. Το 2020 η εταιρία έσβησε 100 κεράκια στην τούρτα γενεθλίων της και η ευχή δεν μπορεί να είναι άλλη απ’ το να τα χιλιάσει…
Από το thesecretrealtruth
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου