Ηλικιωμένη...μόνη σε ένα δωματιάκι που ήταν το βασίλειό της.
Άστραφτε από την πάστρα....
Το ψυγείο του πάγου...το φανάρι που φύλαγε το βραδυνό της φαϊ...την γκαζιέρα της...τις εταζέρες στον τοίχο με φωτογραφίες αγαπημένων της προσώπων...την βλαχοπούλα το κλασικό χωμάτινο πιάτο του τοίχου τότε...τα εικονίσματα...το καντήλι και στην μεριά που ήταν
το σιδερένιο κρεβάτι της μια κουβέρτα με σχέδια καρφωμένη για ζέστα για την υγρασία...
Καθότανε πάντα κοντά στο παράθυρο και έπλεκε αλλά και κοίταγε και έξω στον δρόμο.
Στο τραπέζι επάνω είχε ένα μεγάλο κουρντιστό ξυπνητήρι να βλέπει την ώρα
και νοιαζότανε για τους γείτονες πότε έφευγαν πότε γύριζαν και ανησυχούσε
όταν δεν ήταν τακτικοί αυτοί.
Όχι δεν ήταν κουτσομπόλα...τους ένοιωθε όλους δική της οικογένεια
αλλά και αυτοί την αγαπούσαν αλλά και την πειράζανε καλοπροαίρετα
και αυτή γελούσε.
Το παράθυρό της το έλεγαν παρατηρητήριο...
Και όμως οι γειτόνισες την ρωτούσαν για τον μανάβη....τον ψαρά....τον γαλατά
αν είχε περάσει από τον δρόμο....
Απέναντι ακριβώς από το παράθυρό της ήταν το ψιλικατζίδικο...είχε τηλέφωνο
δια το κοινόν και εξυπηρετούσε τους πελάτες του.
Έπαιρναν τηλέφωνο εκεί και ζητούσαν κάποιον και ο ψιλικατζής πήγαινε
να ειδοποιήσει τον πελάτη του να έρθει...έκανε νόημα στο παρατηρητήριο
να έχει τον νού του για λίγο.
Στην γειτονιά πάντα κοιτούσαν το πρωϊ το ανοιχτό παράθυρο
και καταλάβαιναν ότι η γιαγιά ήταν καλά.
Άλλαξα γειτονιά ως συνήθως και δεν έμαθα πότε δεν άνοιξε αυτό.
Από το Πίσω στα παλιά
Άστραφτε από την πάστρα....
Το ψυγείο του πάγου...το φανάρι που φύλαγε το βραδυνό της φαϊ...την γκαζιέρα της...τις εταζέρες στον τοίχο με φωτογραφίες αγαπημένων της προσώπων...την βλαχοπούλα το κλασικό χωμάτινο πιάτο του τοίχου τότε...τα εικονίσματα...το καντήλι και στην μεριά που ήταν
το σιδερένιο κρεβάτι της μια κουβέρτα με σχέδια καρφωμένη για ζέστα για την υγρασία...
Καθότανε πάντα κοντά στο παράθυρο και έπλεκε αλλά και κοίταγε και έξω στον δρόμο.
Στο τραπέζι επάνω είχε ένα μεγάλο κουρντιστό ξυπνητήρι να βλέπει την ώρα
και νοιαζότανε για τους γείτονες πότε έφευγαν πότε γύριζαν και ανησυχούσε
όταν δεν ήταν τακτικοί αυτοί.
Όχι δεν ήταν κουτσομπόλα...τους ένοιωθε όλους δική της οικογένεια
αλλά και αυτοί την αγαπούσαν αλλά και την πειράζανε καλοπροαίρετα
και αυτή γελούσε.
Το παράθυρό της το έλεγαν παρατηρητήριο...
Και όμως οι γειτόνισες την ρωτούσαν για τον μανάβη....τον ψαρά....τον γαλατά
αν είχε περάσει από τον δρόμο....
Απέναντι ακριβώς από το παράθυρό της ήταν το ψιλικατζίδικο...είχε τηλέφωνο
δια το κοινόν και εξυπηρετούσε τους πελάτες του.
Έπαιρναν τηλέφωνο εκεί και ζητούσαν κάποιον και ο ψιλικατζής πήγαινε
να ειδοποιήσει τον πελάτη του να έρθει...έκανε νόημα στο παρατηρητήριο
να έχει τον νού του για λίγο.
Στην γειτονιά πάντα κοιτούσαν το πρωϊ το ανοιχτό παράθυρο
και καταλάβαιναν ότι η γιαγιά ήταν καλά.
Άλλαξα γειτονιά ως συνήθως και δεν έμαθα πότε δεν άνοιξε αυτό.
Από το Πίσω στα παλιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου