Τα γεγονότα της μάχης του Μαραθώνα είναι λίγο πολύ γνωστά. Το 490 π.Χ. 10.000 Αθηναίοι και Πλαταιείς συνέτριψαν μια υπερδιπλάσια περσική δύναμη σώζοντας την Αθήνα, τον νεότατο θεσμό της δημοκρατίας και κατ’ επέκταση τον δυτικό πολιτισμό. Όλοι οι μελετητές της περιόδου θεωρούν ότι η νίκη οφείλεται: -στο ευφυές σχέδιο του στρατηγού Μιλτιάδη -στον ανώτερο οπλισμό των Αθηναίων οπλιτών -και στην αποφασιστικότητα που έδειξαν υπερασπίζοντας την πατρίδα τους. Οι περισσότεροι όμως λησμονούν κάτι εξίσου
σημαντικό.
Τη σωματική δύναμη, την ευλυγισία, την αντοχή, την επιδεξιότητα και την συγχρονισμένη κίνηση των οπλιτών. Όλα αποτελέσματα της αθλητικής και στρατιωτικής παιδείας στην οποία εισάγονταν οι Αθηναίοι από τα παιδικά τους χρόνια.
Πριν η μάχη να δοθεί στην πεδιάδα του Μαραθώνα είχε ήδη κερδηθεί στις παλαίστρες και τα στάδια.
Αμέσως μόλις οι Πέρσες αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα ένας ημεροδρόμος, ίσως ο Φειδιππίδης, εστάλη στη Σπάρτη για να ζητήσει βοήθεια. Ο Αθηναίος αγγελιοφόρος διένυσε 440 χιλιόμετρα (προφανώς υπό συνθήκες ζέστης εφόσον ήταν Αύγουστος ή Σεπτέμβριος) μέσα σε τέσσερις ημέρες (δύο να πάει και άλλες δύο να επιστρέψει) και πιθανότατα μέχρι να λάβει απάντηση από τους Σπαρτιάτες είχε στη διάθεση του για να αναπαυτεί μια ημέρα. Σήμερα ο αγώνας που γίνεται προς τιμή του γεγονότος, το Σπάρταθλον, θεωρείται παγκοσμίως, από τους πιο επίπονους.
Η πρωτοπόρα στρατηγική του Μιλτιάδη
Όταν οι δύο αντίπαλοι παρατάχθηκαν στον Μαραθώνα ο Μιλτιάδης συνέλαβε ένα τολμηρό σχέδιο προκειμένου να εκμηδενίσει την αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων. Οι Πέρσες και οι Μήδοι αποτελούσαν τα επίλεκτα σώματα του στρατού και ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. Αντίθετα, οι υποτελείς στρατιώτες δεν έδειχναν την ίδια μαχητικότητα. Γι’ αυτό το λόγο οι Πέρσες διοικητές έτασσαν τα υποτελή στρατιωτικά σώματα στα πλευρά της παράταξης τους. Ο Μιλτιάδης παρέταξε τους συμπατριώτες του με τρόπο αντιστρόφως ανάλογο των Περσών δηλαδή με ισχυρές πλευρές και σχετικά αδύναμο κέντρο.
Ο Αθηναίος στρατηγός εκτιμούσε ότι το κέντρο των Περσών θα προχωρούσε, τη στιγμή που τα πλευρικά τους τμήματα θα υποχωρούσαν κάτω από την πίεση των ισχυρών πτερύγων της δικής του παράταξης. Έτσι, το περσικό κέντρο τη στιγμή που θα είχε πιστέψει ότι λύγισε τον αντίπαλο του θα βρισκόταν κυκλωμένο. Βέβαια αυτό το σχέδιο απαιτούσε δύσκολους ελιγμούς της φάλαγγας, αλλά η εντατική και συνεχής εκπαίδευση των οπλιτών, μπορούσε να εγγυηθεί ότι οι ελιγμοί θα γίνονταν με την απαιτούμενη ακρίβεια.
Το «σπρίντ» των Αθηναίων τους προστάτευσε από τα περσικά βέλη
Η ώρα ήταν 5.30, όταν από τις ελληνικές γραμμές δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης. Η οπλιτική φάλαγγα κινήθηκε με ταχύ βήμα, αλλά διατηρώντας τη συνοχή της. Την ίδια στιγμή οι Πέρσες τέντωναν τα τόξα τους. Η «βροχή» των βελών πίστευαν ότι θα διασπούσε τον συντονισμό και την ορμή των επιτιθέμενων. Το βεληνεκές των περσικών τόξων έφθανε τα 200 μέτρα.
Στα 100-150 μέτρα οι έμπειροι Πέρσες τοξότες ήταν θανάσιμα ακριβείς. Έτσι, οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς στα τελευταία 200 μέτρα άλλαξαν το ταχύ βήμα σε «δρομέα έφοδο», ώστε να αποφύγουν, όσο το δυνατόν, τις απώλειες από τα πυκνά βέλη. Μόλις οι Αθηναίοι εισήλθαν εντός βεληνεκούς, οι Πέρσες τοξότες εξαπέλυσαν μια καταιγίδα από βέλη. Όμως η Αθηναίοι με την αιφνιδιαστική αλλαγή ταχύτητας, χάλασαν την απόσταση που είχαν υπολογίσει οι τοξότες. Οι οπλίτες κάλυψαν 200 μέτρα σε 40 δευτερόλεπτα και ο ισχυρός αμυντικός οπλισμός τους επέτρεψε να ξεπεράσουν την εναέρια επίθεση με αμελητέες απώλειες.
Οι αντιρρήσεις των ερευνητών
Αρκετοί σύγχρονοι ερευνητές υποστήριξαν, ότι ήταν σχεδόν αδύνατο τόσο βαριά οπλισμένοι άνδρες να διανύσουν τρέχοντας αυτή την απόσταση χωρίς να εξαντληθούν. Αυτό που δεν εξηγούν όμως, είναι πως μπόρεσαν οι οπλίτες να πολεμήσουν αμέσως μετά, για τρεις ολόκληρες ώρες, αφού δεν ήταν σε θέση να διανύσουν τρέχοντας 200 μέτρα. Άλλωστε, οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν συμπεριλάβει τυχαία το αγώνισμα, του οπλίτη δρόμου, στους Ολυμπιακούς και σε άλλους αγώνες.
Η τελική επίθεση
Οι τρείς πρώτες σειρές της φάλαγγας με τα δόρατα προτεταμένα έπεσαν με σφοδρότητα στο εχθρικό μέτωπο. Οι υπόλοιπες σειρές άρχισαν να σπρώχνουν ασκώντας απίστευτη μηχανική πίεση. Η ώθηση των οπλιτών ήταν τρομερή, καθώς, ακουμπώντας την ασπίδα στον αριστερό τους ώμο πίεζαν τους άνδρες των μπροστινών σειρών. Εννοείται ότι η άσκηση αυτής της πίεσης αλλά κυρίως η ανθεκτικότητα των οπλιτών των πρώτων σειρών στο σπρώξιμο των συμπατριωτών τους, απαιτούσε μεγάλη μυϊκή δύναμη και σωματική διάπλαση που είχαν αποκτηθεί με τα χρόνια στις παλαίστρες.
Ελιγμοί χιλιάδων ανδρών σαν ένα σώμα
Το σχέδιο του Μιλτιάδη πήγε κατ’ ευχήν. Οι περσικές πτέρυγες διαλύθηκαν και το κέντρο βρέθηκε απομονωμένο καταδιώκοντας το αντίστοιχο αθηναϊκό που υποχωρούσε συντονισμένα. Στο σημείο αυτό ο παράγοντας χρόνος αποδείχθηκε πολύ σημαντικός. Οι δύο ελληνικές πτέρυγες έπρεπε να ενωθούν προτού το ισχυρό περσικό κέντρο προλάβει να αναστραφεί και να επιτεθεί πρώτο.
Σε αυτή την κρίσιμη φάση η ελληνική πειθαρχία και εκπαίδευση απέδειξε την αξία της. Τα τμήματα των δύο πτερύγων παρέμειναν συντεταγμένα, με μεταξύ τους απόσταση 500-600 μέτρων. Σύμφωνα πάντα με το σχέδιο, πραγματοποίησαν ελιγμό αναστροφής και συνένωσης σε μια ενιαία φάλαγγα. Για να καταδειχθεί το επίπεδο εκπαίδευσης των οπλιτών, αρκεί να επισημάνουμε ότι οι ελιγμοί αυτοί πραγματοποιήθηκαν σε λιγότερο από δύο λεπτά. Χρόνος που θα ζήλευαν σύγχρονες ομάδες γυμναστικής. Στην επόμενη φάση, η νεοσχηματισμένη φάλαγγα επιτέθηκε εναντίον του περσικού κέντρου. Το τελευταίο διαλύθηκε και οι άνδρες του τράπηκαν σε φυγή.
Σε αυτή τη φάση οι Αθηναίοι, «μεθυσμένοι» από την επιτυχία τους διέσπασαν τις γραμμές τους και επιδόθηκαν σε μια άγρια καταδίωξη. Ακολούθησαν σκληρές συμπλοκές σώμα με σώμα. Άριστα εκπαιδευμένοι στη ρίψη δοράτων και στη σπαθομαχία οι Έλληνες ώθησαν τους Πέρσες προς τη θάλασσα. Όσοι δεν είχαν πλέον όπλα μάχονταν με τα χέρια. Η συντριπτική πλειοψηφία των οπλιτών διέθετε τουλάχιστον βασικές γνώσεις πάλης, πυγμαχίας και παγκρατίου.
Ενώ ανάμεσά τους βρίσκονταν και διακεκριμένοι αθλητές των παραπάνω αγωνισμάτων. Όπως είναι εύκολο να υποθέσει κανείς τα πράγματα για τους Πέρσες ήταν πολύ δύσκολα. Πανικόβλητοι κατέφυγαν στα πλοία τους. Στις 8.30 οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς έστηναν τρόπαιο νίκης. Είχαν πολεμήσει τρεις ώρες, προφανώς υπό συνθήκες ζέστης και φέροντας 32 κιλά οπλισμού. Φυσικά η αξιοθαύμαστη αντοχή τους δεν ήταν επίκτητη, αλλά αποτέλεσμα πολύχρονης, εντατικής και επίπονης σωματικής προετοιμασίας. Η σύγκριση των απωλειών είναι από μόνη της ικανή να καταδείξει το ανώτερο επίπεδο των Ελλήνων οπλιτών. Περίπου 6000 Πέρσες κείτονταν νεκροί έναντι 192 Αθηναίων.
Επιστροφή τροχάδην στην Αθήνα μετά τη μάχη Ωστόσο ο κίνδυνος δεν είχε περάσει. Τα περσικά πλοία απέπλευσαν από τον Μαραθώνα με κατεύθυνση το Σούνιο. Ο αρχηγός των Περσών Αρταφέρνης σκόπευε να φθάσει στο Φάληρο, να πραγματοποιήσει απόβαση και να κινηθεί εναντίον της Αθήνας προτού επιστρέψουν οι Αθηναίοι από τον Μαραθώνα. Λες και δεν είχαν κάνει ήδη αρκετά οι Έλληνες πολεμιστές, έπρεπε να τρέξουν να σώσουν την πόλη τους. Είναι πράγματι αξιοθαύμαστο το πώς οι Αθηναίοι μετά από τρεις ώρες μάχης είχαν το κουράγιο όχι μόνο να ξεκινήσουν μια σύντομη πορεία αλλά να σύρουν έστω τα πόδια τους.
Αποδύθηκαν, με όσες δυνάμεις τους είχαν απομείνει σε ένα σχεδόν απίστευτο αγώνα δρόμου. Έφτασαν στον προορισμό τους εγκαίρως, κατά τις 4.30-5.00. Χρειάστηκαν δηλαδή 7 με 8 ώρες. Μόλις οι Πέρσες αντιλήφθηκαν ότι οι Αθηναίοι τους περίμεναν, σήκωσαν πανιά και «ξεκίνησαν και πάλι πίσω για την Ασία» (Ηρόδοτος 6, 116). Σήμερα προς τιμή αυτής της πορείας των οπλιτών και του άγνωστου αγγελιαφόρου που πλήρωσε με τη ζωή του την αναγγελία της νίκης, διεξάγεται το αγώνισμα του Μαραθωνίου. Ο μέσος χρόνος των αθλητών είναι δύο ώρες.
σημαντικό.
Τη σωματική δύναμη, την ευλυγισία, την αντοχή, την επιδεξιότητα και την συγχρονισμένη κίνηση των οπλιτών. Όλα αποτελέσματα της αθλητικής και στρατιωτικής παιδείας στην οποία εισάγονταν οι Αθηναίοι από τα παιδικά τους χρόνια.
Πριν η μάχη να δοθεί στην πεδιάδα του Μαραθώνα είχε ήδη κερδηθεί στις παλαίστρες και τα στάδια.
Αμέσως μόλις οι Πέρσες αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα ένας ημεροδρόμος, ίσως ο Φειδιππίδης, εστάλη στη Σπάρτη για να ζητήσει βοήθεια. Ο Αθηναίος αγγελιοφόρος διένυσε 440 χιλιόμετρα (προφανώς υπό συνθήκες ζέστης εφόσον ήταν Αύγουστος ή Σεπτέμβριος) μέσα σε τέσσερις ημέρες (δύο να πάει και άλλες δύο να επιστρέψει) και πιθανότατα μέχρι να λάβει απάντηση από τους Σπαρτιάτες είχε στη διάθεση του για να αναπαυτεί μια ημέρα. Σήμερα ο αγώνας που γίνεται προς τιμή του γεγονότος, το Σπάρταθλον, θεωρείται παγκοσμίως, από τους πιο επίπονους.
Η πρωτοπόρα στρατηγική του Μιλτιάδη
Όταν οι δύο αντίπαλοι παρατάχθηκαν στον Μαραθώνα ο Μιλτιάδης συνέλαβε ένα τολμηρό σχέδιο προκειμένου να εκμηδενίσει την αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων. Οι Πέρσες και οι Μήδοι αποτελούσαν τα επίλεκτα σώματα του στρατού και ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. Αντίθετα, οι υποτελείς στρατιώτες δεν έδειχναν την ίδια μαχητικότητα. Γι’ αυτό το λόγο οι Πέρσες διοικητές έτασσαν τα υποτελή στρατιωτικά σώματα στα πλευρά της παράταξης τους. Ο Μιλτιάδης παρέταξε τους συμπατριώτες του με τρόπο αντιστρόφως ανάλογο των Περσών δηλαδή με ισχυρές πλευρές και σχετικά αδύναμο κέντρο.
Ο Αθηναίος στρατηγός εκτιμούσε ότι το κέντρο των Περσών θα προχωρούσε, τη στιγμή που τα πλευρικά τους τμήματα θα υποχωρούσαν κάτω από την πίεση των ισχυρών πτερύγων της δικής του παράταξης. Έτσι, το περσικό κέντρο τη στιγμή που θα είχε πιστέψει ότι λύγισε τον αντίπαλο του θα βρισκόταν κυκλωμένο. Βέβαια αυτό το σχέδιο απαιτούσε δύσκολους ελιγμούς της φάλαγγας, αλλά η εντατική και συνεχής εκπαίδευση των οπλιτών, μπορούσε να εγγυηθεί ότι οι ελιγμοί θα γίνονταν με την απαιτούμενη ακρίβεια.
Το «σπρίντ» των Αθηναίων τους προστάτευσε από τα περσικά βέλη
Η ώρα ήταν 5.30, όταν από τις ελληνικές γραμμές δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης. Η οπλιτική φάλαγγα κινήθηκε με ταχύ βήμα, αλλά διατηρώντας τη συνοχή της. Την ίδια στιγμή οι Πέρσες τέντωναν τα τόξα τους. Η «βροχή» των βελών πίστευαν ότι θα διασπούσε τον συντονισμό και την ορμή των επιτιθέμενων. Το βεληνεκές των περσικών τόξων έφθανε τα 200 μέτρα.
Στα 100-150 μέτρα οι έμπειροι Πέρσες τοξότες ήταν θανάσιμα ακριβείς. Έτσι, οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς στα τελευταία 200 μέτρα άλλαξαν το ταχύ βήμα σε «δρομέα έφοδο», ώστε να αποφύγουν, όσο το δυνατόν, τις απώλειες από τα πυκνά βέλη. Μόλις οι Αθηναίοι εισήλθαν εντός βεληνεκούς, οι Πέρσες τοξότες εξαπέλυσαν μια καταιγίδα από βέλη. Όμως η Αθηναίοι με την αιφνιδιαστική αλλαγή ταχύτητας, χάλασαν την απόσταση που είχαν υπολογίσει οι τοξότες. Οι οπλίτες κάλυψαν 200 μέτρα σε 40 δευτερόλεπτα και ο ισχυρός αμυντικός οπλισμός τους επέτρεψε να ξεπεράσουν την εναέρια επίθεση με αμελητέες απώλειες.
Οι αντιρρήσεις των ερευνητών
Αρκετοί σύγχρονοι ερευνητές υποστήριξαν, ότι ήταν σχεδόν αδύνατο τόσο βαριά οπλισμένοι άνδρες να διανύσουν τρέχοντας αυτή την απόσταση χωρίς να εξαντληθούν. Αυτό που δεν εξηγούν όμως, είναι πως μπόρεσαν οι οπλίτες να πολεμήσουν αμέσως μετά, για τρεις ολόκληρες ώρες, αφού δεν ήταν σε θέση να διανύσουν τρέχοντας 200 μέτρα. Άλλωστε, οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν συμπεριλάβει τυχαία το αγώνισμα, του οπλίτη δρόμου, στους Ολυμπιακούς και σε άλλους αγώνες.
Η τελική επίθεση
Οι τρείς πρώτες σειρές της φάλαγγας με τα δόρατα προτεταμένα έπεσαν με σφοδρότητα στο εχθρικό μέτωπο. Οι υπόλοιπες σειρές άρχισαν να σπρώχνουν ασκώντας απίστευτη μηχανική πίεση. Η ώθηση των οπλιτών ήταν τρομερή, καθώς, ακουμπώντας την ασπίδα στον αριστερό τους ώμο πίεζαν τους άνδρες των μπροστινών σειρών. Εννοείται ότι η άσκηση αυτής της πίεσης αλλά κυρίως η ανθεκτικότητα των οπλιτών των πρώτων σειρών στο σπρώξιμο των συμπατριωτών τους, απαιτούσε μεγάλη μυϊκή δύναμη και σωματική διάπλαση που είχαν αποκτηθεί με τα χρόνια στις παλαίστρες.
Ελιγμοί χιλιάδων ανδρών σαν ένα σώμα
Το σχέδιο του Μιλτιάδη πήγε κατ’ ευχήν. Οι περσικές πτέρυγες διαλύθηκαν και το κέντρο βρέθηκε απομονωμένο καταδιώκοντας το αντίστοιχο αθηναϊκό που υποχωρούσε συντονισμένα. Στο σημείο αυτό ο παράγοντας χρόνος αποδείχθηκε πολύ σημαντικός. Οι δύο ελληνικές πτέρυγες έπρεπε να ενωθούν προτού το ισχυρό περσικό κέντρο προλάβει να αναστραφεί και να επιτεθεί πρώτο.
Σε αυτή την κρίσιμη φάση η ελληνική πειθαρχία και εκπαίδευση απέδειξε την αξία της. Τα τμήματα των δύο πτερύγων παρέμειναν συντεταγμένα, με μεταξύ τους απόσταση 500-600 μέτρων. Σύμφωνα πάντα με το σχέδιο, πραγματοποίησαν ελιγμό αναστροφής και συνένωσης σε μια ενιαία φάλαγγα. Για να καταδειχθεί το επίπεδο εκπαίδευσης των οπλιτών, αρκεί να επισημάνουμε ότι οι ελιγμοί αυτοί πραγματοποιήθηκαν σε λιγότερο από δύο λεπτά. Χρόνος που θα ζήλευαν σύγχρονες ομάδες γυμναστικής. Στην επόμενη φάση, η νεοσχηματισμένη φάλαγγα επιτέθηκε εναντίον του περσικού κέντρου. Το τελευταίο διαλύθηκε και οι άνδρες του τράπηκαν σε φυγή.
Σε αυτή τη φάση οι Αθηναίοι, «μεθυσμένοι» από την επιτυχία τους διέσπασαν τις γραμμές τους και επιδόθηκαν σε μια άγρια καταδίωξη. Ακολούθησαν σκληρές συμπλοκές σώμα με σώμα. Άριστα εκπαιδευμένοι στη ρίψη δοράτων και στη σπαθομαχία οι Έλληνες ώθησαν τους Πέρσες προς τη θάλασσα. Όσοι δεν είχαν πλέον όπλα μάχονταν με τα χέρια. Η συντριπτική πλειοψηφία των οπλιτών διέθετε τουλάχιστον βασικές γνώσεις πάλης, πυγμαχίας και παγκρατίου.
Ενώ ανάμεσά τους βρίσκονταν και διακεκριμένοι αθλητές των παραπάνω αγωνισμάτων. Όπως είναι εύκολο να υποθέσει κανείς τα πράγματα για τους Πέρσες ήταν πολύ δύσκολα. Πανικόβλητοι κατέφυγαν στα πλοία τους. Στις 8.30 οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς έστηναν τρόπαιο νίκης. Είχαν πολεμήσει τρεις ώρες, προφανώς υπό συνθήκες ζέστης και φέροντας 32 κιλά οπλισμού. Φυσικά η αξιοθαύμαστη αντοχή τους δεν ήταν επίκτητη, αλλά αποτέλεσμα πολύχρονης, εντατικής και επίπονης σωματικής προετοιμασίας. Η σύγκριση των απωλειών είναι από μόνη της ικανή να καταδείξει το ανώτερο επίπεδο των Ελλήνων οπλιτών. Περίπου 6000 Πέρσες κείτονταν νεκροί έναντι 192 Αθηναίων.
Επιστροφή τροχάδην στην Αθήνα μετά τη μάχη Ωστόσο ο κίνδυνος δεν είχε περάσει. Τα περσικά πλοία απέπλευσαν από τον Μαραθώνα με κατεύθυνση το Σούνιο. Ο αρχηγός των Περσών Αρταφέρνης σκόπευε να φθάσει στο Φάληρο, να πραγματοποιήσει απόβαση και να κινηθεί εναντίον της Αθήνας προτού επιστρέψουν οι Αθηναίοι από τον Μαραθώνα. Λες και δεν είχαν κάνει ήδη αρκετά οι Έλληνες πολεμιστές, έπρεπε να τρέξουν να σώσουν την πόλη τους. Είναι πράγματι αξιοθαύμαστο το πώς οι Αθηναίοι μετά από τρεις ώρες μάχης είχαν το κουράγιο όχι μόνο να ξεκινήσουν μια σύντομη πορεία αλλά να σύρουν έστω τα πόδια τους.
Αποδύθηκαν, με όσες δυνάμεις τους είχαν απομείνει σε ένα σχεδόν απίστευτο αγώνα δρόμου. Έφτασαν στον προορισμό τους εγκαίρως, κατά τις 4.30-5.00. Χρειάστηκαν δηλαδή 7 με 8 ώρες. Μόλις οι Πέρσες αντιλήφθηκαν ότι οι Αθηναίοι τους περίμεναν, σήκωσαν πανιά και «ξεκίνησαν και πάλι πίσω για την Ασία» (Ηρόδοτος 6, 116). Σήμερα προς τιμή αυτής της πορείας των οπλιτών και του άγνωστου αγγελιαφόρου που πλήρωσε με τη ζωή του την αναγγελία της νίκης, διεξάγεται το αγώνισμα του Μαραθωνίου. Ο μέσος χρόνος των αθλητών είναι δύο ώρες.
Πόσοι όμως θα μπορούσαν να τερματίσουν έστω, αν κουβαλούσαν πλήρη οπλισμό και είχε συσσωρευτεί στο κορμί τους η κόπωση που είχαν οι Αθηναίοι οπλίτες μετά τη μάχη; Οι τελευταίοι υπεράσπιζαν στον Μαραθώνα τις οικογένειες τους και την πατρώα γη. Κίνητρα ισχυρά προκειμένου να αντιπαραταχθούν απέναντι στους αήττητους, μέχρι τότε, Πέρσες. Τα κίνητρα αυτά όμως δεν θα μετουσιώνονταν ποτέ σε νίκη αν οι Έλληνες οπλίτες δεν προετοίμαζαν τα σώματά τους χρόνια πριν.
Πηγή
elhalflashbacks
Από το thesecretrealtruth
Πηγή
elhalflashbacks
Από το thesecretrealtruth
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου