Εκείνους που λένε ψέματα συνηθίζουμε να τους λέμε: «Ψευτοθόδωρους».
Ο Ψευτοθόδωρος, λοιπόν, υπήρξε και ήταν ένας από τους πολλούς τύπους της παλιάς Αθήνας γύρω στα 1870.
Οι περισσότερες φάρσες και κατεργαριές του Ψευτοθόδωρου, είχαν σαν θέμα τους, το ... φαΐ. Κι αυτό ήταν πολύ φυσικό, για έναν άνθρωπο που βρισκότανε τις περισσότερες ώρες στην ταβέρνα, για έναν άνθρωπο που αντιπαθούσε τη δουλειά. "Γιατί να δουλέψω εγώ, αφού δουλεύει το μυαλό μου;", έλεγε ο Ψευτοθόδωρος, ομολογώντας το
"κoυσoύρι" του.
Τα κατορθώματά του, οι φάρσες του και τα ανέκδοτα του, έμειναν όπως
και το «παρατσούκλι" του παροιμιώδη.
Μεσημέρι, ο Ψευτοθόδωρος πιάνει έγκαιρα το πόστο του δίπλα
από το φούρνο και περιμένει το θύμα του.
Σε λίγο, να κι ο μικρός του Καπιτσίνη (κάτοικος αρκετά πλούσιος
της Αθήνας).
- Έλα δω! του λέει ο Ψευτοθόδωρος...
- Τι θες, μπάρμπα; τον ρώτησε ο μικρός.
- Πόσα σου 'δωσαν, για να πάρεις το γκιουβέτσι;
- Μια δεκάρα!
- Φέρ' την εδώ και τράβα να πεις στην κυρά σου να σου δώσει ακόμη μια πεντάρα, γιατί ακρίβυναν τα ψηστικά για το γκιουβέτσι... και να 'ρθεις σ' ένα τέταρτο, γιατί δεν είναι έτοιμο ακόμη...
Ο αφελής μικρός, που δε γνώριζε τον Ψευτοθόδωρο, αλλά και που δεν είχε κανέναν λόγο να μην τον πιστέψει, γιατί έξω από τον φούρνο, καθώς τον είδε, τον πέρασε για φούρναρη, του έδωσε τη δεκάρα που κρατούσε για τα ψηστικά και έφυγε, για να πάει να φέρει τα «ρέστα».
Ο Ψευτοδόδωρος, τέλειος στρατηγός, φρόντισε, αυτή η σκηνή να γίνει σχεδόν έξω οπό την πόρτα, ώστε να δει ο αληθινός φούρναρης, ότι είχε πάρε - δώσε με το μικρό του Καπιτσίνη. Έπειτα μπήκε στο φούρνο. Πέταξε τη δεκάρα επάνω στον μπάγκο και είπε:
- Το γκιουβέτσι του Καπιτσίνη...
Ο φούρναρης δεν πονηρεύτηκε και του το έδωσε. Το πήρε τότε ο καλός μας και το πήγε κατ' ευθείαν στην ταβέρνα, για να το φάει με την παρέα του.
Το νόστιμο δε είναι, πως εκείνη την ώρα πέρναγε από την ταβέρνα
και ο Καπιτσίνης και ο Ψευτοθόδωρος τον προσκάλεσε να πάρει μεζέ...
- Σ' ευχαριστώ, είπε, κι εγώ γκιουβέτσι έχω και πάω τώρα για φαΐ...
Κι ένα από τ' ανέκδοτά του:
Κάποιος από την παρέα τους έλεγε:
- Που λέτε, ξέρω έναν που μπορεί να σκίσει με τα χέρια του τέσσερις τράπουλες μαζί.
- Μπα, λέει ο άλλος. Αυτό δεν είναι τίποτα. Εγώ ξέρω κάποιον που σπάει με τη γροθιά του ένα μαρμάρινο τραπέζι..
Ο Ψευτοθόδωρος άκουγε. Κι έπειτα πολύ σοβαρός είπε:
Κάτι τρέχει στα γύφτικα. Εγώ έχω έναν ξάδερφο, που σταματάει το τρένο με το ένα του χέρι.
- Τι λες; τον ρώτησαν με θαυμασμό οι φίλοι του και πώς τα καταφέρνει;
- Είναι οδηγός στο σιδηρόδρομο του Πειραιώς ...
Αυτός με λίγα λόγια ήταν ο Ψευτοθόδωρος.
από το βιβλίο του Τάκη Νατσούλη "Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις", εκδόσεις Σμυρνιωτάκη, Δεκέμβριος 2007, Αθήνα
Από το kykeon
ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΟΤΕΡΑ!
Από το pisostapalia
Ο Ψευτοθόδωρος, λοιπόν, υπήρξε και ήταν ένας από τους πολλούς τύπους της παλιάς Αθήνας γύρω στα 1870.
Οι περισσότερες φάρσες και κατεργαριές του Ψευτοθόδωρου, είχαν σαν θέμα τους, το ... φαΐ. Κι αυτό ήταν πολύ φυσικό, για έναν άνθρωπο που βρισκότανε τις περισσότερες ώρες στην ταβέρνα, για έναν άνθρωπο που αντιπαθούσε τη δουλειά. "Γιατί να δουλέψω εγώ, αφού δουλεύει το μυαλό μου;", έλεγε ο Ψευτοθόδωρος, ομολογώντας το
"κoυσoύρι" του.
Τα κατορθώματά του, οι φάρσες του και τα ανέκδοτα του, έμειναν όπως
και το «παρατσούκλι" του παροιμιώδη.
Μεσημέρι, ο Ψευτοθόδωρος πιάνει έγκαιρα το πόστο του δίπλα
από το φούρνο και περιμένει το θύμα του.
Σε λίγο, να κι ο μικρός του Καπιτσίνη (κάτοικος αρκετά πλούσιος
της Αθήνας).
- Έλα δω! του λέει ο Ψευτοθόδωρος...
- Τι θες, μπάρμπα; τον ρώτησε ο μικρός.
- Πόσα σου 'δωσαν, για να πάρεις το γκιουβέτσι;
- Μια δεκάρα!
- Φέρ' την εδώ και τράβα να πεις στην κυρά σου να σου δώσει ακόμη μια πεντάρα, γιατί ακρίβυναν τα ψηστικά για το γκιουβέτσι... και να 'ρθεις σ' ένα τέταρτο, γιατί δεν είναι έτοιμο ακόμη...
Ο αφελής μικρός, που δε γνώριζε τον Ψευτοθόδωρο, αλλά και που δεν είχε κανέναν λόγο να μην τον πιστέψει, γιατί έξω από τον φούρνο, καθώς τον είδε, τον πέρασε για φούρναρη, του έδωσε τη δεκάρα που κρατούσε για τα ψηστικά και έφυγε, για να πάει να φέρει τα «ρέστα».
Ο Ψευτοδόδωρος, τέλειος στρατηγός, φρόντισε, αυτή η σκηνή να γίνει σχεδόν έξω οπό την πόρτα, ώστε να δει ο αληθινός φούρναρης, ότι είχε πάρε - δώσε με το μικρό του Καπιτσίνη. Έπειτα μπήκε στο φούρνο. Πέταξε τη δεκάρα επάνω στον μπάγκο και είπε:
- Το γκιουβέτσι του Καπιτσίνη...
Ο φούρναρης δεν πονηρεύτηκε και του το έδωσε. Το πήρε τότε ο καλός μας και το πήγε κατ' ευθείαν στην ταβέρνα, για να το φάει με την παρέα του.
Το νόστιμο δε είναι, πως εκείνη την ώρα πέρναγε από την ταβέρνα
και ο Καπιτσίνης και ο Ψευτοθόδωρος τον προσκάλεσε να πάρει μεζέ...
- Σ' ευχαριστώ, είπε, κι εγώ γκιουβέτσι έχω και πάω τώρα για φαΐ...
Κι ένα από τ' ανέκδοτά του:
Κάποιος από την παρέα τους έλεγε:
- Που λέτε, ξέρω έναν που μπορεί να σκίσει με τα χέρια του τέσσερις τράπουλες μαζί.
- Μπα, λέει ο άλλος. Αυτό δεν είναι τίποτα. Εγώ ξέρω κάποιον που σπάει με τη γροθιά του ένα μαρμάρινο τραπέζι..
Ο Ψευτοθόδωρος άκουγε. Κι έπειτα πολύ σοβαρός είπε:
Κάτι τρέχει στα γύφτικα. Εγώ έχω έναν ξάδερφο, που σταματάει το τρένο με το ένα του χέρι.
- Τι λες; τον ρώτησαν με θαυμασμό οι φίλοι του και πώς τα καταφέρνει;
- Είναι οδηγός στο σιδηρόδρομο του Πειραιώς ...
Αυτός με λίγα λόγια ήταν ο Ψευτοθόδωρος.
από το βιβλίο του Τάκη Νατσούλη "Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις", εκδόσεις Σμυρνιωτάκη, Δεκέμβριος 2007, Αθήνα
Από το kykeon
ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΟΤΕΡΑ!
Από το pisostapalia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου