Σύμφωνα με έναν παλιό γαλλικό θρύλο, ζούσε κάποτε σε μια παράξενη επαρχία της Γαλλίας ένας επίσης παράξενος άρχοντας.
Ο άρχοντας αυτός είχε εκθαμβωτικά παλάτια, θεσπέσιους πύργους στις εξοχές, σερβίτσια από καθαρό μάλαμα κι ασήμι και πλούτη άπειρα κι αμέτρητα.
Μα, δυστυχώς, ενώ τα μαλλιά του ήταν μαύρα, τα γένια του ήταν καταγάλανα κι αλλόκοτα! Κι αυτά τον έκαναν τόσο
άσχημο και τρομερό, ώστε όλες οι γυναίκες έτρεμαν μόλις τον αντίκριζαν και τον αηδίαζαν.
άσχημο και τρομερό, ώστε όλες οι γυναίκες έτρεμαν μόλις τον αντίκριζαν και τον αηδίαζαν.
Μια μέρα, λοιπόν, ο γαλαζογένης άρχοντας, καθώς διάβαινε από έναν δρόμο μέσα στην ολόχρυση άμαξά του, είδε δυο πεντάμορφες κοπέλες. Εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την ομορφιά τους, ώστε επισκέφτηκε αμέσως τη μητέρα τους και της ζήτησε τη μια της κόρη για γυναίκα.
Δεν τον έμελλε καν ποια θα του έδιναν να παντρευτεί. Μα, εκείνες, μόλις τον είδαν, σκιάχτηκαν από την αλλόκοτη όψη του κι αρνήθηκαν επίμονα την πρότασή του. Και δεν ήταν μόνο τα γαλάζια γένια του που τις τρόμαζαν, αλλά και η απαίσια φήμη που ακολουθούσε το όνομά του. Ότι δηλαδή η καρδιά του ήταν τόσο σκληρή, ώστε δεν αγαπούσε κανέναν και τίποτα στον κόσμο. Επίσης, γνώριζαν ότι είχε παντρευτεί πολλές φορές κι όμως, κανένας δεν ήξερε τι είχαν απογίνει οι προηγούμενες γυναίκες του!
Ωστόσο, ο παράξενος αυτός άρχοντας επέμενε, γιατί σκεφτόταν τα εξής:
«Γυναίκες είναι… Τι θα μπορούν να κάνουν; Θα τις καλέσω και τις δυο να δουν από κοντά τα πλούτη μου και να θαυμάσουν. Και κάποια από δαύτες θα ξεχάσει το χρώμα των γενιών μου».
Και πράγματι, την επόμενη κιόλας ημέρα, κατά το μεσημέρι, η μικρότερη κόρη, η Άννα, θαμπωμένη από τους ατελείωτους θησαυρούς του γαλαζογένη άρχοντα και καταγοητευμένη από τα μυθικά του πλούτη, ανακοίνωσε στη μητέρα και στην αδερφή της:
«Θα δεχτώ την πρόταση του άρχοντα αυτού, ο οποίος με τόση φιλοφροσύνη μας φιλοξενεί από το πρωί. Είναι λιγάκι άσχημος, βέβαια, αλλά είναι και βαθύπλουτος. Όσο για αυτά που λένε για τις προηγούμενες γυναίκες του, φαντάζομαι ότι είναι συκοφαντίες των εχθρών του. Γι’ αυτό, σκέφτηκα να τον ρωτήσω εδώ μπροστά σας, για να δούμε τι θα μας πει».
Μόλις τον είδε να καταφτάνει, η Άννα τον ρώτησε ευθέως:
«Τι απέγιναν οι προηγούμενες γυναίκες σας, άρχοντά μου; Αν μου πείτε την αλήθεια, θα δεχτώ αμέσως να γίνω σύζυγός σας!»
Ο γαλαζογένης έριξε μια βαθιά και παράξενη ματιά στη θελκτική και θαρραλέα κοπέλα, που τολμούσε να του μιλήσει κατά αυτόν τον τρόπο. Και με έκδηλη λαχτάρα για την ομορφιά της, αποκρίθηκε:
«Μικρούλα μου, ήταν όλες τους ψεύτρες και με πρόδωσαν πικρά. Λένε πως έχω πέτρινη καρδιά, μα δεν είναι έτσι. Η καρδιά μου έγινε σκληρή από την αχαριστία και την απιστία των συζύγων μου. Με ήθελαν για τα πλούτη μου και κατόπιν, με απατούσαν με τους υπηρέτες μου. Έτσι κι εγώ τις έδιωχνα, δίνοντάς τους πολλά χρήματα, με τον όρο να φύγουν μακριά, για να μην τις βλέπω να με ντροπιάζουν συνέχεια μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Να, λοιπόν, γιατί δεν τις είδε ξανά κανείς».
Η εξήγηση αυτή φάνηκε σε όλους τους ικανοποιητική. Και τότε, ανάμεσα στον γαλαζογένη άρχοντα και στην όμορφη Άννα, δόθηκε το φιλί του αρραβώνα.
Δύο χρόνια πέρασαν από την ημέρα του γάμου τους. Η Άννα ήταν τίμια, καλόκαρδη και αθώα κοπέλα και κέρδισε αμέσως την αγάπη και τον σεβασμό του μυστηριώδους συζύγου της. Ζούσε ευτυχισμένη μαζί του, δίνοντας αξία μονάχα στην καλοσύνη του και αγνοώντας εντελώς τα αλλόκοτα γαλάζια γένια του.
Αλλά και ο άρχοντας αυτός ζούσε ευτυχισμένος με την ενάρετη γυναίκα του. Την αγαπούσε παράφορα, την εκτιμούσε, τη σεβόταν και ξόδευε αφειδώς τους θησαυρούς του, προκειμένου να την ευχαριστήσει και να τη διασκεδάσει.
Ένα πρωί, η Άννα τον άκουσε να αναστενάζει και της φάνηκε σκεπτικός και θλιμμένος.
«Τι έχεις, καλέ μου και είσαι έτσι στενοχωρημένος; Τι σου συνέβη;»
Τότε, εκείνος της αποκρίθηκε:
«Μη φοβάσαι, μικρούλα μου. Θα σου εκμυστηρευτώ κάτι. Θα λείψω για λίγες μέρες σε ταξίδι αλαργινό. Θα σου αφήσω, όμως, τα κλειδιά των παλατιών, των πύργων και των υπογείων, στα οποία φυλάσσω τους θησαυρούς μου. Παντού μπορείς να πηγαίνεις και να διασκεδάζεις όσο εγώ θα λείπω. Μην τσιγκουνευτείς. Ξόδευε όσα χρήματα θέλεις, γιατί είναι ατελείωτα. Μονάχα ένα πράγμα θα σου πω και πρόσεξε να μη με παρακούσεις. Δε θα πατήσεις ποτέ το πόδι σου στο κλειδωμένο εκείνο υπόγειο που σου έδειξα τόσες φορές. Δε σκόπευα να σου αφήσω ούτε το κλειδί του, αλλά είναι μαγεμένο και δεν μπορώ να το κουβαλώ μαζί μου στα ταξίδια μου. Αν βγω από τα σύνορα των κτημάτων μου, αυτό το κλειδί αρχίζει να ματώνει τόσο πολύ, που μπορεί και να με πνίξει μέσα στο αίμα».
Και κόβοντας απότομα αυτή την αινιγματική εξιστόρηση, ο άρχοντας πρόσθεσε βιαστικά:
«Τέλος πάντων, μη ρωτάς περισσότερα… Είμαι καταραμένος από τη μοίρα. Μα, είμαι ευτυχισμένος μονάχα επειδή έχω εσένα στο πλάι μου. Λοιπόν, πάρε όλα τα κλειδιά και πάρε και τούτο το φριχτό κλειδί και πρόσεξε να μην το χάσεις. Μη φοβάσαι! Εσύ δε διατρέχεις κανέναν κίνδυνο όσο το κρατάς στην τσέπη σου. Μόνο, φρόντισε να μην πλησιάσεις το υπόγειο που σου έδειξα. Αυτό μονάχα σου ζητώ και τίποτε άλλο, καλή μου».
Τη φίλησε γλυκά και αμέσως ξεκίνησε για το αλαργινό ταξίδι του με μια από τις χρυσές του άμαξες.
Πέρασαν είκοσι ημέρες. Η Άννα, εν τω μεταξύ, είχε καλέσει στον πύργο και τη μεγαλύτερη αδερφή της για να της κρατάει συντροφιά. Όμως, παρά τις διασκεδάσεις που είχε οργανώσει για να ξεχνά την απουσία του συζύγου της, τυραννιόταν από άσβεστη και ακόρεστη περιέργεια. Επιθυμούσε διακαώς να μάθει επιτέλους τι μυστικά έκρυβε εκείνο το υπόγειο.
Έτσι, ένα πρωί, χωρίς να συμμεριστεί τις προειδοποιήσεις του άντρα της, κατέβηκε κι άνοιξε τη μοιραία πόρτα. Στις πλάκες του μουχλιασμένου κι ανήλιαγου εκείνου υπογείου, φάνηκαν ξαπλωμένα ολόγυμνα και σε φριχτή αποσύνθεση τα πτώματα δέκα έως δώδεκα γυναικών. Μια αβάσταχτη οσμή σαπίλας ξεχυνόταν μακάβρια τριγύρω και δηλητηρίαζε τον αέρα. Κι ένα παχύ στρώμα από αίμα, κατάμαυρο και ξερό, είχε ποτίσει τις πλάκες του αποκρουστικού κι απαίσιου υπογείου.
«Θεέ μου! Είναι τα πτώματα των προηγούμενων γυναικών του! Μου είπε ψέματα ότι τις έδιωχνε μακριά. Τις σκότωνε τις φτωχές, τις κομμάτιαζε, τις κατακρεουργούσε!» ούρλιαξε η Άννα.
Ξάφνου, ακούστηκε ένας κρότος εκκωφαντικός και τρομερός συνάμα, ενώ μια πηχτή δυσωδία θειαφιού σκέπασε τον λιγοστό αέρα. Ο πύργος σείστηκε από τα θεμέλια και οι στιβαροί τοίχοι έτριξαν με ένα στρίγκλισμα φρικώδες. Τότε, παρουσιάστηκε μπροστά της ο γαλαζογένης άρχοντας, ο λατρευτός της άντρας, ωσάν απαίσιος βρυκόλακας, γιατί αυτό ήταν! Έπεσε καταπάνω της οργίλος και παράφρων και την άρπαξε με λύσσα από τα μαλλιά.
«Θεέ μου!» ψιθύρισε η δόλια Άννα, μισοπεθαμένη από τον τρόμο.
«Δε θα σε γλιτώσει ούτε ο Θεός από το γιαταγάνι μου, άθλια γυναίκα! Μα, δεν κατάλαβες τόσο καιρό από τα μυθικά μου πλούτη ότι είμαι βρυκόλακας; Δεν ξέρεις ότι για μένα δεν υπάρχουν ούτε μυστικά, ούτε υποστάσεις; Νόμιζες ότι θα με ξεγελάσεις, κακομοίρα μου; Ετοιμάσου να συναντήσεις τις άλλες. Εκείνες τις έφαγε η ατιμία τους κι εσένα, η ανυπακοή και η περιέργειά σου. Κρίμα που σε είχα αγαπήσει. Μα, τώρα που έμαθες το μυστικό μου, δε σε γλιτώνει απ’ τα χέρια μου ούτε ο ίδιος ο Θεός»,έσκουζε ο ειδεχθής βρυκόλακας με φρενήρη φωνή, ενώ σάλια πετάγονταν από το βδελυρό του στόμα.
Από τη βλασφημία του γαλαζογένη βρυκόλακα, τραντάχτηκε η πλάση. Και ο Ύψιστος, οργισμένος από μια τέτοια θρασύτητα, συμπόνεσε την καλόκαρδη κοπέλα, που το μόνο της αμάρτημα στάθηκε η περιέργειά της.
Τη στιγμή, λοιπόν, που ο ανίερος βρυκόλακας σήκωνε το γιαταγάνι του για να αποκεφαλίσει την ημιλιπόθυμη Άννα, δυο αντρείοι, θεόσταλτοι ιππότες φάνηκαν με γυμνά σπαθιά, καβαλάρηδες σε φτερωτά άτια, στην είσοδο του υπογείου.
Ο βρυκόλακας χλόμιασε και τρεμούλιασε, μόλις τους αντίκρισε εμπρός του. Τα σπαθιά των ιπποτών είχαν στη λαβή τους το σχήμα του Σταυρού και ο γαλαζογένης, μόλις έπεσε η ματιά του πάνω τους, εξαπέλυσε ένα άγριο ουρλιαχτό, σαν να είχε πέσει στις φλόγες της Κολάσεως και έκανε να φύγει, για να σωθεί.
Μα, οι ιππότες με τα φτερωτά άλογά τους τον πρόλαβαν στην αυλή του παλατιού του και με τα φοβερά σπαθιά τους άνοιξαν στο μιαρό κορμί του βαθιές κι αμέτρητες λαβωματιές.
Καινούριος σεισμός τράνταξε τη γη την ώρα εκείνη. Η Κόλαση δέχτηκε στους κόλπους της τον βρυκόλακα με τα γαλάζια γένια. Ο πύργος και οι θησαυροί του έμειναν στην κατοχή της Άννας. Οι άμοιρες προηγούμενες γυναίκες του ενταφιάστηκαν ευλαβικά.
Κι από την ημέρα εκείνη, η Άννα έζησε ευτυχισμένη. Πάντρεψε την αδερφή της με τον έναν ιππότη και εκείνη παντρεύτηκε τον άλλον. Και σκορπώντας σε ευεργεσίες και αγαθοεργίες τα αμύθητα πλούτη που βρήκε, κατόρθωσε να ξεχαστεί πολύ γρήγορα η φριχτή μνήμη του πρώτου της συζύγου, του τρομερού γαλαζογένη βρυκόλακα της Γαλλίας.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 11/07/1935
strangepress.grΑπό το diadrastika
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου