Με την εορτή των Φώτων και τον αγιασμό των υδάτων ξανάρχονται κάθε χρόνο στην επικαιρότητα οι Καλικάντζαροι, τα φανταστικά αυτά ξωτικά, με τα οποία η λαϊκή φαντασία έχει δημιουργήσει τόσους και τόσους μύθους.
Το περίεργο είναι ότι τους Καλικάντζαρους ο λαός τους θυμάται πάντα όταν φεύγουν και σχεδόν τους αγνοεί την ημέρα που καταφτάνουν, δηλαδή τη βραδιά των Χριστουγέννων. Όμως, ακόμα πιο περίεργα είναι όσα αποδίδει η λαϊκή φαντασία στους Καλικάντζαρους και όσα
διηγούνται σε κάθε γωνιά της Ελλάδας γι’ αυτούς.
Αρχικά, το όνομά τους απαντάται με πολλές παραλλαγές σε διάφορα ελληνικά χωριά. Η επικρατέστερη ονομασία τους είναι Καλικάντζαροι, αλλά αλλού λέγονται Καρκάτζαλοι, Καρκατζέλια, Καλιτσάγγαροι, Καλικατζούρια κλπ.
Τους Καλικάντζαρους τους φαντάζεται ο λαός ασχημομούρηδες, φοβερούς και αγριωπούς στην όψη, άλλον κουτσό, άλλον στραβό, άλλον μονόφθαλμο, στραβομύτες, ξεδοντιάρηδες, καμπούρηδες, στρεβλούς και γενικά, με όλες τις ατέλειες σωματικές και ψυχικές, που μπορεί να έχει ο άνθρωπος.
Σε άλλα μέρη τους φαντάζονται γυμνούς ή κουρελιάρηδες, με σκούφους αναποδογυρισμένους, βρομερούς, με σιδερένια υποδήματα ή τσαρούχια. Το πέρασμά τους είναι, όπως λένε, σκέτη συμφορά. Παίρνουν τη φωνή, όπως και οι νεράιδες, σε όσους τους μιλούν και γι’ αυτό, σε κάθε χωριό, οι προληπτικοί χωρικοί επινοούν ένα σωρό ξόρκια και τεχνάσματα, ώστε να τους απομακρύνουν. Πιστεύουν ότι τις νύχτες κατεβαίνουν από τις καμινάδες των τζακιών και τρυπώνουν στα σπίτια. Για να τους διώχνουν, λοιπόν, πετούν στη φωτιά φτερά ή τρίχες που βρομούν, ώστε να μην πλησιάζει ο Καλικάντζαρος.
Όμορφα και ενδιαφέροντα είναι τα διάφορα περιστατικά και οι ιστορίες, που διηγούνται από τόπο σε τόπο οι χωρικοί για τους Καλικάντζαρους. Ιδού μια σχετική διήγηση, που αναφέρεται σε ένα περιστατικό, το οποίο συνέβη σ’ ένα χωριό της Πελοποννήσου. Σε εκείνο το χωριό ζούσε η οικογένεια του Μπαρμπαγιώργη του Νερόπουλου, όπως τον αποκαλούσαν οι συγχωριανοί του.
Η οικογένεια αυτή αποτελούνταν από τον ίδιο τον χωρικό, τη γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά, τον Κωνσταντή και τη Βασίλω. Όλοι τους ζούσαν φτωχικά. Τη ζωή τους, όμως, τη φαρμάκωνε η καθημερινή γκρίνια και η φαγωμάρα των δύο γυναικών, καθώς η μια ήταν χειρότερη από την άλλη. Έτσι περνούσε η ζωή τους, ώσπου μια μέρα ο Κωνσταντής, δίχως να ρωτήσει κανέναν, στεφανώθηκε την κόρη του παπά της ενορίας τους, τη Μαριγώ.
Φωτιά αν έπεφτε, δε θα έκανε στη μάνα και στην αδελφή του Κωνσταντή τόσο κακό, όσο ο γάμος του με την κόρη του παπά. Αν μπορούσαν, θα τον έψηναν ζωντανό κι αυτόν, αλλά και τη νύφη τους. Μα, δεν μπορούσαν. Και άρχισαν τότε να μεταχειρίζονται ξόρκια και δαιμονικά, αλλά και να κακοποιούν και να βασανίζουν τη δόλια Μαριγώ, κρυφά από τον άντρα της. Την έδερναν και τη χτυπούσαν με τόση μανία, γιατί ήθελαν να τη σκοτώσουν. Η δύστυχη κόρη του παπά δε φανέρωσε τίποτα στον άντρα της και υπέμενε όλα τα μαρτύρια καρτερικά, περιμένοντας πως πλησίαζε η μέρα που θα τη δολοφονούσαν. Μοναχή της παρηγοριά και ανακούφιση ήταν η αγάπη και η καλή καρδιά του Κωνσταντή.
Κάθε βράδυ, που έπεφταν όλοι να κοιμηθούν, η Μαριγώ καθόταν όλες ολόκληρες κάτω από το εικόνισμα και προσευχόταν στον Θεό και στην Παναγία να τη γλιτώσουν από το κακό που τη βρήκε. Μα, σαν να μην της έφταναν όλα αυτά τα βάσανα, κάλεσαν τον Κωνσταντή να παρουσιαστεί στον Στρατό. Έτσι, η φτωχή κοπέλα έμεινε ολομόναχη μέσα στη φιδοφωλιά της πεθεράς και της κουνιάδας της.
Η πρώτη τους δουλειά, μόλις έφυγε ο Κωνσταντής, ήταν να την κλειδώσουν μέσα στο υπόγειο, με τις βρομιές των ζώων, χωρίς φαγητό και νερό και να την αφήσουν εκεί να πεθάνει. Την κλειδαμπάρωσαν και την έβγαλαν εντελώς απ’ το μυαλό τους. Μέχρι την παραμονή των Φώτων…
Η κόρη του παπά κατάφερε να επιβιώσει πίνοντας νερό από τις κότες και τρώγοντας χορταράκια από τα πρόβατα, που ήταν κλεισμένα μαζί της στο ανήλιαγο και τρισάθλιο υπόγειο. Προσευχόταν διαρκώς στην Παναγιά και τον Χριστό να τη λυπηθούν και να τη σώσουν. Έτσι περνούσαν οι ατελείωτες ημέρες της, έως την παραμονή των Φώτων.
Τότε, οι δυο κακές γυναίκες κατέβηκαν στο υπόγειο, είδαν ότι η Μαριγώ εξακολουθούσε να ζει και αποφάσισαν να τη στείλουν στον μύλο, για να αλέσει. Εκεί, όπως πίστευαν οι δύο μέγαιρες, θα την έβρισκαν και θα την έτρωγαν οι Καλικάντζαροι, που βγαίνουν αυτή τη νύχτα και βλάπτουν τους ανθρώπους. Ήταν σίγουρες ότι θα γλίτωναν επιτέλους από τη νύφη τους.
Το βράδυ, λοιπόν, της έδωσαν μια φοράδα, φόρτωσαν στη ράχη του ζώου δύο σάκους άλεσμα κι έδιωξαν τη δύσμοιρη κοπέλα να πάει νυχτιάτικα στον μύλο. Όλο το χωριό, που έβλεπε τη Μαριγώ να φεύγει τέτοια μέρα για τον νερόμυλο, πίστευε ότι δε θα την άφηναν οι Καλικάντζαροι να ζήσει.
Σαν έφτασε η κόρη του παπά, έριξε το άλεσμα στη μυλόπετρα και άρχισε πάλι να προσεύχεται στον Θεό για τη σωτηρία της. Τα μεσάνυχτα ακριβώς, άκουσε έναν θόρυβο διαβολικό. Η σκεπή του μύλου έφυγε. Η γη έτρεμε. Οι πέτρες κυλούσαν η μια πάνω στην άλλη. Πραγματικά, γινόταν ένας αληθινός χαλασμός κόσμου στην κατασκότεινη ρεματιά.
Ξάφνου, φανερώθηκε ένας μεγάλος Καλικάντζαρος με μια πελώρια ουρά, με τεράστια κέρατα, ένα μάτι τρομερό και όλο του το κορμί ήταν γεμάτο άγριες τρίχες. Ήταν ο αρχηγός των Καλικάντζαρων του μύλου και πίσω του έρχονταν άλλοι έντεκα, πιο ασχημομούρηδες. Ο τελευταίος, μάλιστα, ήταν και κουτσός.
Σαν μπήκαν μέσα στον μύλο οι φοβεροί Καλικάντζαροι, από τον αρχηγό έως τον τελευταίο, χαιρέτισαν τη δυστυχισμένη γυναίκα ένας-ένας. Αυτή τους καλησπέρισε ευγενικά και ξεκίνησε να τους καλοπιάνει τάχατες για την ομορφιά τους, μήπως και κατορθώσει να γλιτώσει τον χαμό της. Άρεσαν πάρα πολύ αυτά τα λόγια στους Καλικάντζαρους και άρχισαν τότε να συζητούν μεταξύ τους τι έπρεπε να κάνουν μαζί της.
Έγιναν δύο ομάδες. Η μια επέμενε να την καταβροχθίσουν, ενώ η άλλη ομάδα πρότεινε να την παντρευτούν. Και αφού καβγάδισαν για ώρα πολλή, αποφάσισαν τελικά να την παντρευτούν! Τη ρώτησαν, όμως, τι προτιμούσε και η ίδια. Και αυτή έσπευσε να τους απαντήσει, για να τους ξεγελάσει:
-Αγαπημένοι μου αντρούληδες, μπορώ και θέλω να σας παντρευτώ, μα για να γίνει τούτος ο γάμος χρειάζονται ένα σωρό πράγματα.
-Τι πράγματα; ρώτησε απορημένος ο αρχηγός των Καλικάντζαρων.
-Δαχτυλίδια, για παράδειγμα, απάντησε πονηρά η Μαριγώ.
Έτρεξαν, λοιπόν και έφεραν δαχτυλίδια, μα πάλι η δύσμοιρη κοπέλα τους έλεγε ένα-ένα τα πράγματα που απαιτούνταν, εκτός από τα δαχτυλίδια, όπως φόρεμα νυφιάτικο, παπούτσια, βραχιόλια, μπαούλα, γλυκά, μαντίλια, σκουλαρίκια, στεφάνια και τόσα άλλα.
Αυτά, φυσικά, τους τα ζητούσε ένα τη φορά, ώστε να περάσει η ώρα, να ξημερώσει, να έρθει ο μυλωνάς κι έτσι, να σωθεί. Κι αφού τελείωσε με τα δικά της χρειαζούμενα, ξεκίνησε να απαριθμεί, πάλι ένα τη φορά, ένα σωρό δήθεν χρειαζούμενα για τους γαμπρούς.
Ευτυχώς, ήρθε το πολυπόθητο ξημέρωμα και μαζί του εμφανίστηκε ο ευλογημένος μυλωνάς. Εκείνη την ώρα είδε μέσα στον μύλο τη Μαριγώ με τον κουτσό Καλικάντζαρο. Άναψε αμέσως μια μεγάλη, τριζάτη φωτιά και τον έδιωξε κακήν κακώς.
Σε λίγο, επέστρεψαν και οι υπόλοιποι Καλικάντζαροι, οι οποίοι είχαν πάει να ντυθούν γαμπροί. Μόλις αντίκρισαν τον μυλωνά και την πελώρια φωτιά στον μύλο, έφυγαν τρέχοντας, δίχως να κοιτάξουν πίσω τους.
Το περίεργο είναι ότι τους Καλικάντζαρους ο λαός τους θυμάται πάντα όταν φεύγουν και σχεδόν τους αγνοεί την ημέρα που καταφτάνουν, δηλαδή τη βραδιά των Χριστουγέννων. Όμως, ακόμα πιο περίεργα είναι όσα αποδίδει η λαϊκή φαντασία στους Καλικάντζαρους και όσα
διηγούνται σε κάθε γωνιά της Ελλάδας γι’ αυτούς.
Αρχικά, το όνομά τους απαντάται με πολλές παραλλαγές σε διάφορα ελληνικά χωριά. Η επικρατέστερη ονομασία τους είναι Καλικάντζαροι, αλλά αλλού λέγονται Καρκάτζαλοι, Καρκατζέλια, Καλιτσάγγαροι, Καλικατζούρια κλπ.
Τους Καλικάντζαρους τους φαντάζεται ο λαός ασχημομούρηδες, φοβερούς και αγριωπούς στην όψη, άλλον κουτσό, άλλον στραβό, άλλον μονόφθαλμο, στραβομύτες, ξεδοντιάρηδες, καμπούρηδες, στρεβλούς και γενικά, με όλες τις ατέλειες σωματικές και ψυχικές, που μπορεί να έχει ο άνθρωπος.
Σε άλλα μέρη τους φαντάζονται γυμνούς ή κουρελιάρηδες, με σκούφους αναποδογυρισμένους, βρομερούς, με σιδερένια υποδήματα ή τσαρούχια. Το πέρασμά τους είναι, όπως λένε, σκέτη συμφορά. Παίρνουν τη φωνή, όπως και οι νεράιδες, σε όσους τους μιλούν και γι’ αυτό, σε κάθε χωριό, οι προληπτικοί χωρικοί επινοούν ένα σωρό ξόρκια και τεχνάσματα, ώστε να τους απομακρύνουν. Πιστεύουν ότι τις νύχτες κατεβαίνουν από τις καμινάδες των τζακιών και τρυπώνουν στα σπίτια. Για να τους διώχνουν, λοιπόν, πετούν στη φωτιά φτερά ή τρίχες που βρομούν, ώστε να μην πλησιάζει ο Καλικάντζαρος.
Όμορφα και ενδιαφέροντα είναι τα διάφορα περιστατικά και οι ιστορίες, που διηγούνται από τόπο σε τόπο οι χωρικοί για τους Καλικάντζαρους. Ιδού μια σχετική διήγηση, που αναφέρεται σε ένα περιστατικό, το οποίο συνέβη σ’ ένα χωριό της Πελοποννήσου. Σε εκείνο το χωριό ζούσε η οικογένεια του Μπαρμπαγιώργη του Νερόπουλου, όπως τον αποκαλούσαν οι συγχωριανοί του.
Η οικογένεια αυτή αποτελούνταν από τον ίδιο τον χωρικό, τη γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά, τον Κωνσταντή και τη Βασίλω. Όλοι τους ζούσαν φτωχικά. Τη ζωή τους, όμως, τη φαρμάκωνε η καθημερινή γκρίνια και η φαγωμάρα των δύο γυναικών, καθώς η μια ήταν χειρότερη από την άλλη. Έτσι περνούσε η ζωή τους, ώσπου μια μέρα ο Κωνσταντής, δίχως να ρωτήσει κανέναν, στεφανώθηκε την κόρη του παπά της ενορίας τους, τη Μαριγώ.
Φωτιά αν έπεφτε, δε θα έκανε στη μάνα και στην αδελφή του Κωνσταντή τόσο κακό, όσο ο γάμος του με την κόρη του παπά. Αν μπορούσαν, θα τον έψηναν ζωντανό κι αυτόν, αλλά και τη νύφη τους. Μα, δεν μπορούσαν. Και άρχισαν τότε να μεταχειρίζονται ξόρκια και δαιμονικά, αλλά και να κακοποιούν και να βασανίζουν τη δόλια Μαριγώ, κρυφά από τον άντρα της. Την έδερναν και τη χτυπούσαν με τόση μανία, γιατί ήθελαν να τη σκοτώσουν. Η δύστυχη κόρη του παπά δε φανέρωσε τίποτα στον άντρα της και υπέμενε όλα τα μαρτύρια καρτερικά, περιμένοντας πως πλησίαζε η μέρα που θα τη δολοφονούσαν. Μοναχή της παρηγοριά και ανακούφιση ήταν η αγάπη και η καλή καρδιά του Κωνσταντή.
Κάθε βράδυ, που έπεφταν όλοι να κοιμηθούν, η Μαριγώ καθόταν όλες ολόκληρες κάτω από το εικόνισμα και προσευχόταν στον Θεό και στην Παναγία να τη γλιτώσουν από το κακό που τη βρήκε. Μα, σαν να μην της έφταναν όλα αυτά τα βάσανα, κάλεσαν τον Κωνσταντή να παρουσιαστεί στον Στρατό. Έτσι, η φτωχή κοπέλα έμεινε ολομόναχη μέσα στη φιδοφωλιά της πεθεράς και της κουνιάδας της.
Η πρώτη τους δουλειά, μόλις έφυγε ο Κωνσταντής, ήταν να την κλειδώσουν μέσα στο υπόγειο, με τις βρομιές των ζώων, χωρίς φαγητό και νερό και να την αφήσουν εκεί να πεθάνει. Την κλειδαμπάρωσαν και την έβγαλαν εντελώς απ’ το μυαλό τους. Μέχρι την παραμονή των Φώτων…
Η κόρη του παπά κατάφερε να επιβιώσει πίνοντας νερό από τις κότες και τρώγοντας χορταράκια από τα πρόβατα, που ήταν κλεισμένα μαζί της στο ανήλιαγο και τρισάθλιο υπόγειο. Προσευχόταν διαρκώς στην Παναγιά και τον Χριστό να τη λυπηθούν και να τη σώσουν. Έτσι περνούσαν οι ατελείωτες ημέρες της, έως την παραμονή των Φώτων.
Τότε, οι δυο κακές γυναίκες κατέβηκαν στο υπόγειο, είδαν ότι η Μαριγώ εξακολουθούσε να ζει και αποφάσισαν να τη στείλουν στον μύλο, για να αλέσει. Εκεί, όπως πίστευαν οι δύο μέγαιρες, θα την έβρισκαν και θα την έτρωγαν οι Καλικάντζαροι, που βγαίνουν αυτή τη νύχτα και βλάπτουν τους ανθρώπους. Ήταν σίγουρες ότι θα γλίτωναν επιτέλους από τη νύφη τους.
Το βράδυ, λοιπόν, της έδωσαν μια φοράδα, φόρτωσαν στη ράχη του ζώου δύο σάκους άλεσμα κι έδιωξαν τη δύσμοιρη κοπέλα να πάει νυχτιάτικα στον μύλο. Όλο το χωριό, που έβλεπε τη Μαριγώ να φεύγει τέτοια μέρα για τον νερόμυλο, πίστευε ότι δε θα την άφηναν οι Καλικάντζαροι να ζήσει.
Σαν έφτασε η κόρη του παπά, έριξε το άλεσμα στη μυλόπετρα και άρχισε πάλι να προσεύχεται στον Θεό για τη σωτηρία της. Τα μεσάνυχτα ακριβώς, άκουσε έναν θόρυβο διαβολικό. Η σκεπή του μύλου έφυγε. Η γη έτρεμε. Οι πέτρες κυλούσαν η μια πάνω στην άλλη. Πραγματικά, γινόταν ένας αληθινός χαλασμός κόσμου στην κατασκότεινη ρεματιά.
Ξάφνου, φανερώθηκε ένας μεγάλος Καλικάντζαρος με μια πελώρια ουρά, με τεράστια κέρατα, ένα μάτι τρομερό και όλο του το κορμί ήταν γεμάτο άγριες τρίχες. Ήταν ο αρχηγός των Καλικάντζαρων του μύλου και πίσω του έρχονταν άλλοι έντεκα, πιο ασχημομούρηδες. Ο τελευταίος, μάλιστα, ήταν και κουτσός.
Σαν μπήκαν μέσα στον μύλο οι φοβεροί Καλικάντζαροι, από τον αρχηγό έως τον τελευταίο, χαιρέτισαν τη δυστυχισμένη γυναίκα ένας-ένας. Αυτή τους καλησπέρισε ευγενικά και ξεκίνησε να τους καλοπιάνει τάχατες για την ομορφιά τους, μήπως και κατορθώσει να γλιτώσει τον χαμό της. Άρεσαν πάρα πολύ αυτά τα λόγια στους Καλικάντζαρους και άρχισαν τότε να συζητούν μεταξύ τους τι έπρεπε να κάνουν μαζί της.
Έγιναν δύο ομάδες. Η μια επέμενε να την καταβροχθίσουν, ενώ η άλλη ομάδα πρότεινε να την παντρευτούν. Και αφού καβγάδισαν για ώρα πολλή, αποφάσισαν τελικά να την παντρευτούν! Τη ρώτησαν, όμως, τι προτιμούσε και η ίδια. Και αυτή έσπευσε να τους απαντήσει, για να τους ξεγελάσει:
-Αγαπημένοι μου αντρούληδες, μπορώ και θέλω να σας παντρευτώ, μα για να γίνει τούτος ο γάμος χρειάζονται ένα σωρό πράγματα.
-Τι πράγματα; ρώτησε απορημένος ο αρχηγός των Καλικάντζαρων.
-Δαχτυλίδια, για παράδειγμα, απάντησε πονηρά η Μαριγώ.
Έτρεξαν, λοιπόν και έφεραν δαχτυλίδια, μα πάλι η δύσμοιρη κοπέλα τους έλεγε ένα-ένα τα πράγματα που απαιτούνταν, εκτός από τα δαχτυλίδια, όπως φόρεμα νυφιάτικο, παπούτσια, βραχιόλια, μπαούλα, γλυκά, μαντίλια, σκουλαρίκια, στεφάνια και τόσα άλλα.
Αυτά, φυσικά, τους τα ζητούσε ένα τη φορά, ώστε να περάσει η ώρα, να ξημερώσει, να έρθει ο μυλωνάς κι έτσι, να σωθεί. Κι αφού τελείωσε με τα δικά της χρειαζούμενα, ξεκίνησε να απαριθμεί, πάλι ένα τη φορά, ένα σωρό δήθεν χρειαζούμενα για τους γαμπρούς.
Ευτυχώς, ήρθε το πολυπόθητο ξημέρωμα και μαζί του εμφανίστηκε ο ευλογημένος μυλωνάς. Εκείνη την ώρα είδε μέσα στον μύλο τη Μαριγώ με τον κουτσό Καλικάντζαρο. Άναψε αμέσως μια μεγάλη, τριζάτη φωτιά και τον έδιωξε κακήν κακώς.
Σε λίγο, επέστρεψαν και οι υπόλοιποι Καλικάντζαροι, οι οποίοι είχαν πάει να ντυθούν γαμπροί. Μόλις αντίκρισαν τον μυλωνά και την πελώρια φωτιά στον μύλο, έφυγαν τρέχοντας, δίχως να κοιτάξουν πίσω τους.
Έτσι, γλίτωσε η δυστυχισμένη Μαριγώ και επέστρεψε στο χωριό της με τη φοράδα φορτωμένη αλεύρι και τόσα πολλά άλλα πράγματα νυφιάτικα, που ούτε τα χωρούσε ο λογισμός των φτωχών συγχωριανών της.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 06/01/1936…
Από το strangepress
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου