Σαράντα χρόνια συμπληρώνονται από την ημέρα που στο χωριό Κωσταλέξι αποκαλύπτεται η ανθρώπινη τραγωδία μιας γυναίκας, η μοίρα της οποίας παρασύρει στο βάραθρο πολλούς. Αρχικά την οικογένειά της. Έπειτα στιγματίζει το χωριό της, κατά του οποίου μια ολόκληρη κοινωνία μετατρέπεται με ευκολία, σε μια νύχτα, σε δημόσιο κατήγορο.
Επαναβεβαιώνει την ανεπάρκεια του κρατικού συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, ενώ η κάλυψη των
γεγονότων από τον Τύπο πλήττει το κύρος της δημοσιογραφίας.
Η Ελένη Καρυώτη είναι το τελευταίο παιδί μιας πενταμελούς οικογένειας και οι συχωριανοί τη θυμούνται ως ένα όμορφο, έξυπνο και ευαίσθητο παιδί, που γρήγορα όμως εμφανίζει τα πρώτα συμπτώματα ψυχικής ανισορροπίας τα οποία επιβαρύνονται στα χρόνια του Εμφυλίου. Την περίοδο αυτή το Κωσταλέξι αποτελεί επίκεντρο συγκρούσεων αντιμαχόμενων ομάδων.
Η έφηβη Ελένη είναι αυτόπτης μάρτυρας σε κάποιες από τις σκληρότερες στιγμές της ιστορίας του χωριού. Οι πληροφορίες για το τι συνέβη τότε είναι συγκεχυμένες. Ο αδελφός της Ευθύμης δήλωσε ότι το 1949 η 18χρονη τότε Ελένη βρέθηκε σε μπλόκο «μαυροσκούφηδων» και η σκληρότητα των εικόνων που εξελίχθηκαν μπροστά της τη σημάδεψαν ανεπανόρθωτα για την υπόλοιπη ζωή της. Άλλοι λένε ότι είδε δύο τραυματισμένους αντάρτες που αφέθηκαν αβοήθητοι να ξεψυχήσουν στην πλατεία του χωριού στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, στους οποίους μάλιστα προσπάθησε να προσφέρει λίγο νερό αλλά απομακρύνθηκε βίαια από εκεί.
Κάποιοι μιλούν για ημιθανή γυναίκα που ψυχομαχεί έξω από το σπίτι της οικογένειας, άλλοι για κρυφό έρωτά της με αντάρτη στον οποίο πήγαινε κρυφά ψωμί στο βουνό, άλλοι για ανεκπλήρωτο έρωτά της με το δάσκαλο του χωριού τον οποίο όμως δεν ενέκριναν οι δικοί της, με αποτέλεσμα να την τιμωρήσουν απομονώνοντάς την.
Το βέβαιο είναι ότι από το 1949 -με την εξαίρεση ενός γάμου στο χωριό το 1952 στον οποίο χορεύει- και για τα επόμενα 29 χρόνια κανείς συγχωριανός δεν βλέπει πλέον την Ελένη. Ούτε καν ο ήλιος…
«Ο τρελός δεν πρέπει να βγαίνει στον κόσμο» ήταν η άποψη του αδελφού της, Ευθύμη
Είναι 6 Νοεμβρίου 1978 όταν, μετά από ανώνυμη καταγγελία ότι στο χωριό Κωσταλέξι, λίγο έξω από τη Λαμία, υπάρχει μια γυναίκα που κρατείται σε άθλια κατάσταση, η τοπική αστυνομία, παρουσία εισαγγελέα, φτάνει στο σπίτι της οικογένειας Καρυώτη.
Στην ερώτηση που γίνεται στα αδέλφια Ευθύμιο, Ολυμπία, και Μαρία, πού είναι η αδελφή τους Ελένη, εκείνα απαντούν ότι δεν γνωρίζουν. Οι αστυνομικοί ζητούν ν’ ανοίξει η πόρτα του ισογείου και όταν αυτό γίνεται, από το χώρο βγαίνει μια ανυπόφορη δυσοσμία. Οι αστυνομικοί μπαίνουν μέσα χρησιμοποιώντας φακό, ανοίγουν τα παράθυρα για να μπει καθαρός αέρας και τότε βρίσκονται μπροστά σε μια απίστευτη εικόνα. Σε μια άκρη του δωματίου υπάρχει μια γυμνή, βρόμικη και φοβισμένη γυναίκα που έχει πάνω της ένα τσουβάλι με μια τρύπα, ενώ στις ερωτήσεις που της γίνονται δεν απαντά, αλλά μουγκρίζει.
Στο νοσοκομείο Λαμίας όπου οδηγείται, ο θάλαμός της μετατρέπεται σε χώρο δημοσίου θεάματος, με κόσμο να συνωστίζεται στην είσοδό του για να δει από κοντά το παράξενο «ζώο» που βρίσκεται εκεί. Η φύλαξη είναι ανύπαρκτη, με αποτέλεσμα ο καθένας να μπορεί να ικανοποιήσει την περιέργειά του, παρατηρώντας και φωτογραφίζοντας ένα περίεργο πλάσμα που δεν θέλει να κοιμάται στο κρεβάτι αλλά στο πάτωμα, δεν δέχεται κουβέρτες και δεν γνωρίζει τι είναι οι χαρτοπετσέτες.
Για την κοινωνία και τον Τύπο οι ένοχοι έχουν βρεθεί ήδη. Το «Κωσταλέξι» αποτελεί πλέον έκφραση που χαρακτηρίζει οποιονδήποτε εγκλεισμό και περιορισμό, ενώ για πολλά χρόνια στο χωριό φτάνουν πούλμαν για να δουν ως αξιοθέατο το σπίτι όπου έμενε η Ελένη. Η οικογένειά της θεωρείται απ’ όλους αποκλειστικά υπεύθυνη του μακροχρόνιου εγκλεισμού της, τα αδέλφια της κατηγορούνται από τη Δικαιοσύνη για αρπαγή, σκοπούμενη βαριά σωματική κάκωση και έκθεση σε κίνδυνο σε βαθμό κακουργήματος, ενώ απειλούνται με λιντσάρισμα όταν προσέρχονται για κατάθεση στον ανακριτή Λαμίας.
Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Οταν η νεαρή Ελένη εμφανίζει τα πρώτα σημάδια της σοβαρής ψυχικής νόσου, ο πατέρας της την πηγαίνει σε γνωστή ιδιωτική ψυχιατρική κλινική στην Αθήνα, της οποίας ο ιδιοκτήτης είναι συμπατριώτης του, και εν συνεχεία στο Δαφνί.
Η οικτρή εικόνα της κόρης του, ύστερα από επίσκεψη που έκανε λίγο καιρό μετά στο ίδρυμα, αρκεί για τον πατέρα ώστε να την πάρει από εκεί, αποφασίζοντας ότι το άρρωστο κορίτσι θα επιστρέψει σπίτι και θα αποτελεί πλέον ευθύνη όλης της οικογένειας. Ο πατέρας μάλιστα δίνει εντολή και κατάρα στα αδέλφια, όταν αυτός φύγει από τη ζωή, να μην την εγκαταλείψουν ποτέ.
Πράγματι, από τα τέσσερα αδέλφια παντρεύεται μόνο μία αδελφή, ενώ τα άλλα υπακούν την πατρική εντολή, μένουν ανύπαντρα και απομονωμένα από το υπόλοιπο χωριό, βουλιάζοντας και αυτά στη σκοτεινή δίνη της μικρότερης αδελφής αλλά και των κοινωνικών στερεότυπων που επέβαλλαν απόψεις, όπως του αδελφού της: «Ο τρελός δεν πρέπει να βγαίνει στον κόσμο».
Ουσιαστικά το θύμα αυτής της οικογενειακής τραγωδίας δεν είναι ένα, αλλά τέσσερα, αφού τα αδέλφια της τραγικής Ελένης ζουν όλα μαζί σε παραπλήσιες άθλιες συνθήκες με αυτήν σε μια οικογενειακή ζωή εν τάφω… Στη δίκη που ακολουθεί μετά την προφυλάκισή τους αθωώνονται χωρίς ποτέ να καταλάβουν γιατί δικάζονται αφού θεωρούν ότι όλα αυτά τα χρόνια υπερασπίστηκαν την αδελφή τους.
Οι μόνοι που απουσιάζουν από την απόδοση ευθυνών είναι οι εμπλεκόμενοι δημόσιοι φορείς, αφού παρότι όλοι γνώριζαν τι συνέβαινε, κανείς δεν μιλούσε και δεν παρέμβαινε. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μόλις δύο χρόνια πριν από την αποκάλυψη του ανθρώπινου δράματος, η Ελένη εξετάζεται από επιτροπή για συνταξιοδότηση από τον ΟΓΑ, όπου οι γιατροί πιστοποιούν 100% αναπηρία, αναφέροντας ότι είδαν το δωμάτιο όπου έμενε καθαρό και την ίδια σε κατάσταση άγριου ζώου, να ψελλίζει, σκεπασμένη με μια κουβέρτα, χωρίς εσώρουχα.
Το ανθρώπινο ράκος νοσηλεύεται για ένα χρόνο στο Αιγινήτειο, αλλά όταν σβήνουν τα φώτα της δημοσιότητας, δημόσιοι φορείς, κοινό, Τύπος, όλοι αυτοί που κατηγορούσαν την οικογένεια και την τοπική κοινωνία για εγκατάλειψη, την αφήνουν να επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε το δράμα της, στα αδέλφια της στο Κωσταλέξι.
Το τέλος της τραγωδίας της Ελένης Καρυώτη έρχεται το 1998, με την αιφνίδια εξαφάνισή της. Την αναζητούν αδίκως μόνο η οικογένεια και οι συγχωριανοί της…
Οι υπερβολές του Τύπου και η εκ των έσω κριτική
Το σοκ από την αποκάλυψη της εξαθλιωμένης γυναίκας είναι πανελλήνιο, η κοινή γνώμη «διψά» για περισσότερες πληροφορίες, με τον Τύπο της εποχής να είναι όχι μόνο πρόθυμος να τις προσφέρει, αλλά και, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, να τις δημιουργήσει… Τα περισσότερα δημοσιεύματα αναζητούν την ίντριγκα και πολλαπλασιάζουν τη φήμη, με αποτέλεσμα τα πρωτοσέλιδα να είναι εντυπωσιακά, αλλά να μη μεταφέρουν απαραίτητα την αλήθεια. Το ισόγειο όπου βρίσκεται απομονωμένη η Ελένη γίνεται υπόγειο, οι φήμες περί ερώτων της, με τον κτηνίατρο Τόλη, τον αντάρτη στο βουνό και με το δάσκαλο Γιώργο, γίνονται πρωτοσέλιδα, με τους τελευταίους να διαψεύδουν οργισμένοι τα δημοσιεύματα.
Της δείχνουν φωτογραφίες προσώπων για να τα αναγνωρίσει, τη βάζουν να γράψει τα ονόματά τους, ενώ δίνονται ακόμα και «συνεντεύξεις» ενός ανθρώπου που μπορεί μόνο να ψελλίσει κάποιες ασυνάρτητες λέξεις. Κάποιοι γράφουν ότι μπορεί τα αδέλφια της να δολοφόνησαν το δάσκαλο που αγαπούσε ώστε να τον τιμωρήσουν, ενώ άλλοι, στο κλίμα της μεταπολίτευσης, πολιτικοποιούν το ανθρώπινο δράμα. Παράλληλα, δημιουργείται ένα νέο είδος ρεπορτάζ που αναζητά απομονωμένους ανθρώπους, γονείς που δεν στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο κ.λπ.
Φυσικά, αυτή η «συνταγή» δεν ακολουθείται απ’ όλες τις εφημερίδες, ενώ στηλιτεύεται από πολλούς δημοσιογράφους.
Ενας από αυτούς είναι ο Γιάννης Θεοδωράκης (αδελφός του Μίκη), ο οποίος θα γράψει για το κυρίαρχο θέμα των ημερών: «Μια πιο ανθρώπινη κοινωνία, το τονίσαμε ήδη, θα είχε στείλει εδώ και πολλά χρόνια στο χωριό Κωσταλέξι, αντί τον εισαγγελέα και την αστυνομία, τις κάμερες και τους φωτορεπόρτερ, τους γιατρούς της, τα φάρμακά της, τους κοινωνικούς λειτουργούς της. Φτάσαμε στο σημείο ακόμα και αποκαλυπτικές συνεντεύξεις να διαβάσουμε, με ένα άτομο τόσο βαριά διανοητικά άρρωστο όπως η Ελένη. Η εμπορική επιτυχία της επιχείρησης είναι αναμφισβήτητη. Τα φύλλα έγιναν ανάρπαστα. Οι εργοδότες μας ασφαλώς θα είναι ενθουσιασμένοι. Μόνο που το επάγγελμά μας διατρέχει ένα σοβαρό κίνδυνο. Να πάψει να είναι λειτούργημα…».
Επαναβεβαιώνει την ανεπάρκεια του κρατικού συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, ενώ η κάλυψη των
γεγονότων από τον Τύπο πλήττει το κύρος της δημοσιογραφίας.
Η Ελένη Καρυώτη είναι το τελευταίο παιδί μιας πενταμελούς οικογένειας και οι συχωριανοί τη θυμούνται ως ένα όμορφο, έξυπνο και ευαίσθητο παιδί, που γρήγορα όμως εμφανίζει τα πρώτα συμπτώματα ψυχικής ανισορροπίας τα οποία επιβαρύνονται στα χρόνια του Εμφυλίου. Την περίοδο αυτή το Κωσταλέξι αποτελεί επίκεντρο συγκρούσεων αντιμαχόμενων ομάδων.
Η έφηβη Ελένη είναι αυτόπτης μάρτυρας σε κάποιες από τις σκληρότερες στιγμές της ιστορίας του χωριού. Οι πληροφορίες για το τι συνέβη τότε είναι συγκεχυμένες. Ο αδελφός της Ευθύμης δήλωσε ότι το 1949 η 18χρονη τότε Ελένη βρέθηκε σε μπλόκο «μαυροσκούφηδων» και η σκληρότητα των εικόνων που εξελίχθηκαν μπροστά της τη σημάδεψαν ανεπανόρθωτα για την υπόλοιπη ζωή της. Άλλοι λένε ότι είδε δύο τραυματισμένους αντάρτες που αφέθηκαν αβοήθητοι να ξεψυχήσουν στην πλατεία του χωριού στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, στους οποίους μάλιστα προσπάθησε να προσφέρει λίγο νερό αλλά απομακρύνθηκε βίαια από εκεί.
Κάποιοι μιλούν για ημιθανή γυναίκα που ψυχομαχεί έξω από το σπίτι της οικογένειας, άλλοι για κρυφό έρωτά της με αντάρτη στον οποίο πήγαινε κρυφά ψωμί στο βουνό, άλλοι για ανεκπλήρωτο έρωτά της με το δάσκαλο του χωριού τον οποίο όμως δεν ενέκριναν οι δικοί της, με αποτέλεσμα να την τιμωρήσουν απομονώνοντάς την.
Το βέβαιο είναι ότι από το 1949 -με την εξαίρεση ενός γάμου στο χωριό το 1952 στον οποίο χορεύει- και για τα επόμενα 29 χρόνια κανείς συγχωριανός δεν βλέπει πλέον την Ελένη. Ούτε καν ο ήλιος…
«Ο τρελός δεν πρέπει να βγαίνει στον κόσμο» ήταν η άποψη του αδελφού της, Ευθύμη
Είναι 6 Νοεμβρίου 1978 όταν, μετά από ανώνυμη καταγγελία ότι στο χωριό Κωσταλέξι, λίγο έξω από τη Λαμία, υπάρχει μια γυναίκα που κρατείται σε άθλια κατάσταση, η τοπική αστυνομία, παρουσία εισαγγελέα, φτάνει στο σπίτι της οικογένειας Καρυώτη.
Στην ερώτηση που γίνεται στα αδέλφια Ευθύμιο, Ολυμπία, και Μαρία, πού είναι η αδελφή τους Ελένη, εκείνα απαντούν ότι δεν γνωρίζουν. Οι αστυνομικοί ζητούν ν’ ανοίξει η πόρτα του ισογείου και όταν αυτό γίνεται, από το χώρο βγαίνει μια ανυπόφορη δυσοσμία. Οι αστυνομικοί μπαίνουν μέσα χρησιμοποιώντας φακό, ανοίγουν τα παράθυρα για να μπει καθαρός αέρας και τότε βρίσκονται μπροστά σε μια απίστευτη εικόνα. Σε μια άκρη του δωματίου υπάρχει μια γυμνή, βρόμικη και φοβισμένη γυναίκα που έχει πάνω της ένα τσουβάλι με μια τρύπα, ενώ στις ερωτήσεις που της γίνονται δεν απαντά, αλλά μουγκρίζει.
Στο νοσοκομείο Λαμίας όπου οδηγείται, ο θάλαμός της μετατρέπεται σε χώρο δημοσίου θεάματος, με κόσμο να συνωστίζεται στην είσοδό του για να δει από κοντά το παράξενο «ζώο» που βρίσκεται εκεί. Η φύλαξη είναι ανύπαρκτη, με αποτέλεσμα ο καθένας να μπορεί να ικανοποιήσει την περιέργειά του, παρατηρώντας και φωτογραφίζοντας ένα περίεργο πλάσμα που δεν θέλει να κοιμάται στο κρεβάτι αλλά στο πάτωμα, δεν δέχεται κουβέρτες και δεν γνωρίζει τι είναι οι χαρτοπετσέτες.
Για την κοινωνία και τον Τύπο οι ένοχοι έχουν βρεθεί ήδη. Το «Κωσταλέξι» αποτελεί πλέον έκφραση που χαρακτηρίζει οποιονδήποτε εγκλεισμό και περιορισμό, ενώ για πολλά χρόνια στο χωριό φτάνουν πούλμαν για να δουν ως αξιοθέατο το σπίτι όπου έμενε η Ελένη. Η οικογένειά της θεωρείται απ’ όλους αποκλειστικά υπεύθυνη του μακροχρόνιου εγκλεισμού της, τα αδέλφια της κατηγορούνται από τη Δικαιοσύνη για αρπαγή, σκοπούμενη βαριά σωματική κάκωση και έκθεση σε κίνδυνο σε βαθμό κακουργήματος, ενώ απειλούνται με λιντσάρισμα όταν προσέρχονται για κατάθεση στον ανακριτή Λαμίας.
Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Οταν η νεαρή Ελένη εμφανίζει τα πρώτα σημάδια της σοβαρής ψυχικής νόσου, ο πατέρας της την πηγαίνει σε γνωστή ιδιωτική ψυχιατρική κλινική στην Αθήνα, της οποίας ο ιδιοκτήτης είναι συμπατριώτης του, και εν συνεχεία στο Δαφνί.
Η οικτρή εικόνα της κόρης του, ύστερα από επίσκεψη που έκανε λίγο καιρό μετά στο ίδρυμα, αρκεί για τον πατέρα ώστε να την πάρει από εκεί, αποφασίζοντας ότι το άρρωστο κορίτσι θα επιστρέψει σπίτι και θα αποτελεί πλέον ευθύνη όλης της οικογένειας. Ο πατέρας μάλιστα δίνει εντολή και κατάρα στα αδέλφια, όταν αυτός φύγει από τη ζωή, να μην την εγκαταλείψουν ποτέ.
Πράγματι, από τα τέσσερα αδέλφια παντρεύεται μόνο μία αδελφή, ενώ τα άλλα υπακούν την πατρική εντολή, μένουν ανύπαντρα και απομονωμένα από το υπόλοιπο χωριό, βουλιάζοντας και αυτά στη σκοτεινή δίνη της μικρότερης αδελφής αλλά και των κοινωνικών στερεότυπων που επέβαλλαν απόψεις, όπως του αδελφού της: «Ο τρελός δεν πρέπει να βγαίνει στον κόσμο».
Ουσιαστικά το θύμα αυτής της οικογενειακής τραγωδίας δεν είναι ένα, αλλά τέσσερα, αφού τα αδέλφια της τραγικής Ελένης ζουν όλα μαζί σε παραπλήσιες άθλιες συνθήκες με αυτήν σε μια οικογενειακή ζωή εν τάφω… Στη δίκη που ακολουθεί μετά την προφυλάκισή τους αθωώνονται χωρίς ποτέ να καταλάβουν γιατί δικάζονται αφού θεωρούν ότι όλα αυτά τα χρόνια υπερασπίστηκαν την αδελφή τους.
Οι μόνοι που απουσιάζουν από την απόδοση ευθυνών είναι οι εμπλεκόμενοι δημόσιοι φορείς, αφού παρότι όλοι γνώριζαν τι συνέβαινε, κανείς δεν μιλούσε και δεν παρέμβαινε. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μόλις δύο χρόνια πριν από την αποκάλυψη του ανθρώπινου δράματος, η Ελένη εξετάζεται από επιτροπή για συνταξιοδότηση από τον ΟΓΑ, όπου οι γιατροί πιστοποιούν 100% αναπηρία, αναφέροντας ότι είδαν το δωμάτιο όπου έμενε καθαρό και την ίδια σε κατάσταση άγριου ζώου, να ψελλίζει, σκεπασμένη με μια κουβέρτα, χωρίς εσώρουχα.
Το ανθρώπινο ράκος νοσηλεύεται για ένα χρόνο στο Αιγινήτειο, αλλά όταν σβήνουν τα φώτα της δημοσιότητας, δημόσιοι φορείς, κοινό, Τύπος, όλοι αυτοί που κατηγορούσαν την οικογένεια και την τοπική κοινωνία για εγκατάλειψη, την αφήνουν να επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε το δράμα της, στα αδέλφια της στο Κωσταλέξι.
Το τέλος της τραγωδίας της Ελένης Καρυώτη έρχεται το 1998, με την αιφνίδια εξαφάνισή της. Την αναζητούν αδίκως μόνο η οικογένεια και οι συγχωριανοί της…
Οι υπερβολές του Τύπου και η εκ των έσω κριτική
Το σοκ από την αποκάλυψη της εξαθλιωμένης γυναίκας είναι πανελλήνιο, η κοινή γνώμη «διψά» για περισσότερες πληροφορίες, με τον Τύπο της εποχής να είναι όχι μόνο πρόθυμος να τις προσφέρει, αλλά και, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, να τις δημιουργήσει… Τα περισσότερα δημοσιεύματα αναζητούν την ίντριγκα και πολλαπλασιάζουν τη φήμη, με αποτέλεσμα τα πρωτοσέλιδα να είναι εντυπωσιακά, αλλά να μη μεταφέρουν απαραίτητα την αλήθεια. Το ισόγειο όπου βρίσκεται απομονωμένη η Ελένη γίνεται υπόγειο, οι φήμες περί ερώτων της, με τον κτηνίατρο Τόλη, τον αντάρτη στο βουνό και με το δάσκαλο Γιώργο, γίνονται πρωτοσέλιδα, με τους τελευταίους να διαψεύδουν οργισμένοι τα δημοσιεύματα.
Της δείχνουν φωτογραφίες προσώπων για να τα αναγνωρίσει, τη βάζουν να γράψει τα ονόματά τους, ενώ δίνονται ακόμα και «συνεντεύξεις» ενός ανθρώπου που μπορεί μόνο να ψελλίσει κάποιες ασυνάρτητες λέξεις. Κάποιοι γράφουν ότι μπορεί τα αδέλφια της να δολοφόνησαν το δάσκαλο που αγαπούσε ώστε να τον τιμωρήσουν, ενώ άλλοι, στο κλίμα της μεταπολίτευσης, πολιτικοποιούν το ανθρώπινο δράμα. Παράλληλα, δημιουργείται ένα νέο είδος ρεπορτάζ που αναζητά απομονωμένους ανθρώπους, γονείς που δεν στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο κ.λπ.
Φυσικά, αυτή η «συνταγή» δεν ακολουθείται απ’ όλες τις εφημερίδες, ενώ στηλιτεύεται από πολλούς δημοσιογράφους.
Ενας από αυτούς είναι ο Γιάννης Θεοδωράκης (αδελφός του Μίκη), ο οποίος θα γράψει για το κυρίαρχο θέμα των ημερών: «Μια πιο ανθρώπινη κοινωνία, το τονίσαμε ήδη, θα είχε στείλει εδώ και πολλά χρόνια στο χωριό Κωσταλέξι, αντί τον εισαγγελέα και την αστυνομία, τις κάμερες και τους φωτορεπόρτερ, τους γιατρούς της, τα φάρμακά της, τους κοινωνικούς λειτουργούς της. Φτάσαμε στο σημείο ακόμα και αποκαλυπτικές συνεντεύξεις να διαβάσουμε, με ένα άτομο τόσο βαριά διανοητικά άρρωστο όπως η Ελένη. Η εμπορική επιτυχία της επιχείρησης είναι αναμφισβήτητη. Τα φύλλα έγιναν ανάρπαστα. Οι εργοδότες μας ασφαλώς θα είναι ενθουσιασμένοι. Μόνο που το επάγγελμά μας διατρέχει ένα σοβαρό κίνδυνο. Να πάψει να είναι λειτούργημα…».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
Από το olympia
Nicoin - Σπρέι για διακοπή του καπνίσματος
Θα καθαρίσει εντελώς τον οργανισμό από την πίσσα, τις τοξίνες και την νικοτίνη που συσσωρεύονται σε εσωτερικά όργανα και το μυελό των οστών.
Οι πνεύμονές θα μπορέσουν να επεξεργαστούν 80% περισσότερο οξυγόνο.
Απαλλαγή από νευρικότητα, και συνεχής επιθυμία για κάπνισμα.
Περισσότερη ενέργεια και θέληση για κίνηση και σωματική δραστηριότητα.
Απαλλαγή από την επιθυμία για φαγητό η ποτό.
90% καπνιστών κόβουν και το αλκοόλ μαζί με το τσιγάρο.
Βρείτε το ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου