«Κάθε βράδυ έπεφταν πιστολιές και μαχαιριές -χώρια τα άλλα» διηγείται ένας από τους υπαλλήλους της ταβέρνας του Σαραντόπουλου.
«Ολοι οι σερβιτόροι και ο Σαραντόπουλος οπλοφορούσαμε, ενώ ήλθε καιρός που μέσα στο μαγαζί υπήρχανε πάνω από 15 πιστόλια.
Αν, χωρίς να το θέλεις, γύριζες το κεφάλι και κοίταζες κάποιον, μπορούσε να γίνει σε δυο λεπτά φονικό άγριο».
"... οι ταβέρνες ήταν χώρος όπου
οι μάγκες έπαιρναν το βάπτισμα του πυρός.
Ο ίδιος ήταν 16 ετών όταν «βαπτίσθηκε» σε ένα τέτοιο κουτουκάκι:
«Εγινα φίλος του κρασιού και της ιδιαίτερης ατμόσφαιρας της ταβέρνας. Ενιωθα ότι εκεί ο άνθρωπος διαστέλλεται και μοιράζεται πράγματα με άλλους».
Ταυτόχρονα έμαθε και τους άρρητους κώδικες συμπεριφοράς:
«Μια φορά άρχισα να φωτογραφίζω σε ένα λαϊκό καπηλειό, χωρίς να έχω φροντίσει να γνωρίσω πρώτα τον ταβερνιάρη.
Ξαφνικά, σηκώνεται ένας μάγκας και μου λέει:
"Παλληκαράκι, ακούμπησε το καρουλάκι, ατάκα και επί τόπου! Κι αν έχω πει στη γυναίκα μου ότι έχω πάει μετανάστης στη Γερμανία;"... Από τότε πριν μπω σε κάθε ταβέρνα ρωτούσα σχολαστικά αν ενοχλώ».
Γράφει ο Γ.Πίτττας στο βιβλίο του για την ιστορία της ταβέρνας.....
Ήταν μαγκιά τότε το κουμπούρι στην ζώνη στο πίσω μέρος.... μετά τον εμφύλιο τα βρίσκανε και ξεχασμένα ή πεταμένα σε καμμιά αποθήκη....μπαούλο...πλυσταριό της αυλής αλλά και στο Γιουσουρούμ για λίγες δραχμές, αναφέρει το pisostapalia.blogspot.gr.
Ειδικά οι Ιταλοί όταν έφυγαν άφηναν τα περίστροφά τους σαν σουβενίρ στους Έλληνες που χάριν σε αυτούς σώσανε τα τομάρια τους από τους συμμάχους τους Γερμαναράδες.
Τους οπλοφόρους βαρύμαγκες τους γνώριζαν εκεί που πήγαιναν για να πιούν κανένα κρασί και προκειμένου να μην κάνουν φασαρία και τρομάξουν τους άλλους πελάτες δεν τους έπαιρναν λεφτά.
«Ολοι οι σερβιτόροι και ο Σαραντόπουλος οπλοφορούσαμε, ενώ ήλθε καιρός που μέσα στο μαγαζί υπήρχανε πάνω από 15 πιστόλια.
Αν, χωρίς να το θέλεις, γύριζες το κεφάλι και κοίταζες κάποιον, μπορούσε να γίνει σε δυο λεπτά φονικό άγριο».
"... οι ταβέρνες ήταν χώρος όπου
οι μάγκες έπαιρναν το βάπτισμα του πυρός.
Ο ίδιος ήταν 16 ετών όταν «βαπτίσθηκε» σε ένα τέτοιο κουτουκάκι:
«Εγινα φίλος του κρασιού και της ιδιαίτερης ατμόσφαιρας της ταβέρνας. Ενιωθα ότι εκεί ο άνθρωπος διαστέλλεται και μοιράζεται πράγματα με άλλους».
Ταυτόχρονα έμαθε και τους άρρητους κώδικες συμπεριφοράς:
«Μια φορά άρχισα να φωτογραφίζω σε ένα λαϊκό καπηλειό, χωρίς να έχω φροντίσει να γνωρίσω πρώτα τον ταβερνιάρη.
Ξαφνικά, σηκώνεται ένας μάγκας και μου λέει:
"Παλληκαράκι, ακούμπησε το καρουλάκι, ατάκα και επί τόπου! Κι αν έχω πει στη γυναίκα μου ότι έχω πάει μετανάστης στη Γερμανία;"... Από τότε πριν μπω σε κάθε ταβέρνα ρωτούσα σχολαστικά αν ενοχλώ».
Γράφει ο Γ.Πίτττας στο βιβλίο του για την ιστορία της ταβέρνας.....
Ήταν μαγκιά τότε το κουμπούρι στην ζώνη στο πίσω μέρος.... μετά τον εμφύλιο τα βρίσκανε και ξεχασμένα ή πεταμένα σε καμμιά αποθήκη....μπαούλο...πλυσταριό της αυλής αλλά και στο Γιουσουρούμ για λίγες δραχμές, αναφέρει το pisostapalia.blogspot.gr.
Ειδικά οι Ιταλοί όταν έφυγαν άφηναν τα περίστροφά τους σαν σουβενίρ στους Έλληνες που χάριν σε αυτούς σώσανε τα τομάρια τους από τους συμμάχους τους Γερμαναράδες.
Τους οπλοφόρους βαρύμαγκες τους γνώριζαν εκεί που πήγαιναν για να πιούν κανένα κρασί και προκειμένου να μην κάνουν φασαρία και τρομάξουν τους άλλους πελάτες δεν τους έπαιρναν λεφτά.
Συνήθως τα κουμπούρια και οι κάμες έβγαιναν για τα μάτια καμμιάς κοπελιάς που θα συνόδευε με καμάρι κάποιος και από το απέναντι τραπέζι άλλος θα της έριχνε κανένα χαμόγελο ή θα της έκλεινε το μάτι. Τότε κρατάτε Τούρκοι τ'άρματα... Τούμπα τα τραπέζια στην καλύτερη και αίματα στην χειρότερη. Τα ταβερνάκια με την "ειδική" αυτή πελατεία ήταν γνωστά οπότε οι περισσότεροι
γνώριζαν ποιά σκαλιά κατεβαίνουν καθ'ότι υπόγες (υπόγεια) όπως τα έλεγαν...ήταν τα περισσότερα.
Από το pisostapalia
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου