Τον Μάιο του 1932, όλη η Χαλκίδα μιλούσε για τις ανασκαφές, που ενεργούνταν από μια ομάδα εργατικών ανθρώπων, στον περίβολο της οικίας του μηχανικού Νικόλαου Σούα, κατόπιν ενός προφητικού ονείρου, που είχε δει το μεγαλύτερο από τα έξι παιδιά του φιλήσυχου αυτού Χαλκιδαίου οικογενειάρχη, ο δεκαεπτάχρονος Δημήτρης Σούας, τέσσερις μήνες πριν.
Το όνειρο αυτό υπήρξε πράγματι αποκαλυπτικό, διότι έγινε η αιτία των ανασκαφών και της ανευρέσεως μιας χριστιανικής κατακόμβης κατά
κάποιους, υδραγωγείου κατ’ άλλους, οπωσδήποτε, όμως, μιας υπόγειας σήραγγας, η οποία οδηγούσε σε τρεις συνολικά θόλους. Ο πρώτος θόλος, μετά την ανακάλυψή του, χρησιμοποιήθηκε αμέσως ως υπόγεια εκκλησία από τους ευσεβείς χριστιανούς των γύρω συνοικιών της πόλης.
Ιδού πώς έλαβαν χώρα τα γεγονότα των ανασκαφών και οδήγησαν στην ανεύρεση μιας αρχαίας πλάκας, ενός εικονίσματος της Αναστάσεως και μερικών άλλων αντικειμένων, για τα οποία θα μιλήσουμε κατωτέρω.
Ο τόπος, στον οποίο έγιναν οι ανασκαφές, βρισκόταν μες στην πόλη, στη συνοικία Εβραϊκά. Εκεί, μεταξύ των άλλων σπιτιών, τα οποία ανήκαν ως επί το πλείστον σε Ισραηλίτες, ήταν και η οικία του Νικόλαου Σούα, που είχε περιέλθει στην κατοχή του σαράντα χρόνια πριν. Ο Σούας κατοικούσε εκεί μαζί με τη γυναίκα του Ζωή και τα έξι παιδιά τους. Κανείς μέχρι τότε, όπως διαβεβαίωναν, δεν είχε ακούσει για την ύπαρξη υπόγειας στοάς στην περιοχή.
Μα, τέσσερις μήνες νωρίτερα, το μεγαλύτερο από τα παιδιά του μηχανικού, ο Δημήτρης, είδε μια νύχτα ένα παράξενο όνειρο. Είδε ότι τον επισκέφτηκε μια μαυροφορεμένη γυναίκα, η οποία ήταν η Αγία Πελαγία και του υπέδειξε ένα σημείο της αυλής και του ζήτησε να σκάψουν εκεί, διότι θα έβρισκαν σπουδαία πράγματα.
Ο δεκαεπτάχρονος Δημήτρης ταράχθηκε από το αληθοφανέστατο όνειρο και την επόμενη κιόλας ημέρα το αφηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια στον πατέρα του. Εκείνος, όμως, υπέθεσε πως ήταν ένα συνηθισμένο όνειρο και δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στα λόγια του γιου του.
Δεξιά, ο δεκαεπτάχρονος Δημήτρης Σούας, με τον πατέρα του και τον μικρότερο αδελφό του
Πέρασαν λίγα βράδια, όταν πάλι ο Δημήτρης ξαναείδε στον ύπνο του τη γυναίκα με τα μαύρα πέπλα, που επέμενε να σκάψουν στο σημείο, όπου του είχε υποδείξει. Επειδή, όμως, ο πατέρας του δεν έδινε σημασία στα όνειρα του γιου του, ο νεαρός αναγκάστηκε να αποκαλύψει όσα έβλεπε στα όνειρά του στους εργάτες του σιδηρουργείου, όπου εργαζόταν. Εκείνοι, λοιπόν, αποφάσισαν να πάρουν μερικούς άλλους και να πάνε να σκάψουν μια Κυριακή, μιας και δεν είχαν τίποτε να χάσουν.
Έτσι κι έγινε. Όταν, όμως, προχώρησαν οι ανασκαφές, εντοπίστηκε ο θόλος μιας στοάς, που ήταν κατάμεστη από χώματα. Τότε, τρύπησαν από ένα άλλο μέρος τη στοά, έβγαλαν με μεγάλη προσοχή τα χώματα και αποκαλύφθηκε τελικά ένας υπόγειος κενός χώρος, διαστάσεων 3,5 επί 3 μέτρων και ύψους 3 μέτρων, ο οποίος νοτιοδυτικώς κατέληγε σ’ ένα άλλο θολωτό κοίλωμα, ύψους 1,2 μέτρων περίπου. Εκείνοι που έλαβαν εν τέλει μέρος στην ανασκαφή ήταν ο Νικόλαος Σούας, που πείστηκε προοδευτικά από τα λόγια του παιδιού του, ο εργάτης Πέτρος Παπάζογλου, οι μεταξουργοί Ιωάννης Σέγγος και Νικόλαος Αθηναίος, οι μηχανικοί σιδηρουργοί Ιωάννης Χαρτονίδης, Γεώργιος Σκιάς, Αλέκος Γκούβερης και ο σοφέρ Διονύσιος Διονυσίου.
Καθώς οι ανασκαφές συνεχίζονταν, βρέθηκε ένα άνοιγμα ύψους 1,6 μέτρων και πλάτους 3 μέτρων και από το άνοιγμα αυτό ξεπρόβαλε μπροστά τους ένας θόλος κωνοειδής, ύψους 6 μέτρων, ο οποίος ήταν λαξευμένος εντός ενός πορώδους βράχου, επιχρισμένου με κουρασάνι. Το κουρασάνι είναι ένα παραδοσιακό κονίαμα, γνωστό από την αρχαιότητα, φτιαγμένο από ασβέστη, άμμο, νερό, τριμμένο κεραμίδι, χαλαζιακή άμμο, θηραϊκή γη και άλλα δευτερεύοντα υλικά. Από τον δεύτερο θόλο, εισερχόταν κάποιος σε θολωτό διάδρομο ύψους 1,6 μέτρων και πλάτους 0,9, ο οποίος ήταν κι αυτός επιχρισμένος με κουρασάνι. Ο διάδρομος κατέληγε σε τρίτο θόλωμα πλάτους 1,5 και ύψους 2 μέτρων. Από το δάπεδο, όμως, του τρίτου κατά σειρά θολώματος παρατηρούσε κανείς σε ύψος μισού μέτρου περίπου μια θολωτή οπή, που είχε μήκος 6 μέτρων, η οποία ήταν τόσο στενή, ώστε μόλις μπορούσε να εισχωρήσει ένα μικρό παιδάκι έρποντας.
Σε εκείνο το σημείο, ο Δημήτρης ζήτησε να διακόψουν το σκάψιμο, γιατί, όπως του είχε πει η Αγία Πελαγία στο όνειρό του, έπρεπε να προσέλθει πρώτα ο Δεσπότης. Έτσι, σταμάτησαν οι ανασκαφές και η οικογένεια Σούα, όπως και οι περίοικοι, ανέμεναν τον Δεσπότη, ώστε να αποπερατωθεί το έργο.
Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, όπου γίνονταν οι ανασκαφές, στην είσοδο της κατακόμβης
Ενώ, όμως, διαρκούσαν οι ανασκαφές, βρέθηκαν μερικά αντικείμενα, τα οποία είχαν κινήσει το ενδιαφέρον, όχι μόνο του κόσμου, αλλά και των αρχαιολόγων. Μεταξύ άλλων, ήρθαν στο φως μερικά πήλινα αγγεία θραυσμένα, ένα μπουκάλι με αγίασμα, όπως είχε δει στο όνειρό του ο Δημήτρης, τυλιγμένο, μάλιστα, σ’ ένα κομμάτι μαύρο ύφασμα από ράσο, μια μικρή μολύβδινη εικόνα, με ανάγλυφο την Ανάσταση του Χριστού και τέλος, μια μαρμάρινη πλάκα μήκους 1,6 μέτρων, που αναγόταν στους ρωμαϊκούς χρόνους, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους και που έφερε μια επιγραφή, η οποία ήταν μια διαταγή του άρχοντα της Χαλκίδας. Η μαρμάρινη αυτή πλάκα μεταφέρθηκε αμέσως στο Μουσείο της Χαλκίδας, όπου και φυλάσσεται.
Το όνειρο αυτό υπήρξε πράγματι αποκαλυπτικό, διότι έγινε η αιτία των ανασκαφών και της ανευρέσεως μιας χριστιανικής κατακόμβης κατά
κάποιους, υδραγωγείου κατ’ άλλους, οπωσδήποτε, όμως, μιας υπόγειας σήραγγας, η οποία οδηγούσε σε τρεις συνολικά θόλους. Ο πρώτος θόλος, μετά την ανακάλυψή του, χρησιμοποιήθηκε αμέσως ως υπόγεια εκκλησία από τους ευσεβείς χριστιανούς των γύρω συνοικιών της πόλης.
Ιδού πώς έλαβαν χώρα τα γεγονότα των ανασκαφών και οδήγησαν στην ανεύρεση μιας αρχαίας πλάκας, ενός εικονίσματος της Αναστάσεως και μερικών άλλων αντικειμένων, για τα οποία θα μιλήσουμε κατωτέρω.
Ο τόπος, στον οποίο έγιναν οι ανασκαφές, βρισκόταν μες στην πόλη, στη συνοικία Εβραϊκά. Εκεί, μεταξύ των άλλων σπιτιών, τα οποία ανήκαν ως επί το πλείστον σε Ισραηλίτες, ήταν και η οικία του Νικόλαου Σούα, που είχε περιέλθει στην κατοχή του σαράντα χρόνια πριν. Ο Σούας κατοικούσε εκεί μαζί με τη γυναίκα του Ζωή και τα έξι παιδιά τους. Κανείς μέχρι τότε, όπως διαβεβαίωναν, δεν είχε ακούσει για την ύπαρξη υπόγειας στοάς στην περιοχή.
Μα, τέσσερις μήνες νωρίτερα, το μεγαλύτερο από τα παιδιά του μηχανικού, ο Δημήτρης, είδε μια νύχτα ένα παράξενο όνειρο. Είδε ότι τον επισκέφτηκε μια μαυροφορεμένη γυναίκα, η οποία ήταν η Αγία Πελαγία και του υπέδειξε ένα σημείο της αυλής και του ζήτησε να σκάψουν εκεί, διότι θα έβρισκαν σπουδαία πράγματα.
Ο δεκαεπτάχρονος Δημήτρης ταράχθηκε από το αληθοφανέστατο όνειρο και την επόμενη κιόλας ημέρα το αφηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια στον πατέρα του. Εκείνος, όμως, υπέθεσε πως ήταν ένα συνηθισμένο όνειρο και δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στα λόγια του γιου του.
Δεξιά, ο δεκαεπτάχρονος Δημήτρης Σούας, με τον πατέρα του και τον μικρότερο αδελφό του
Πέρασαν λίγα βράδια, όταν πάλι ο Δημήτρης ξαναείδε στον ύπνο του τη γυναίκα με τα μαύρα πέπλα, που επέμενε να σκάψουν στο σημείο, όπου του είχε υποδείξει. Επειδή, όμως, ο πατέρας του δεν έδινε σημασία στα όνειρα του γιου του, ο νεαρός αναγκάστηκε να αποκαλύψει όσα έβλεπε στα όνειρά του στους εργάτες του σιδηρουργείου, όπου εργαζόταν. Εκείνοι, λοιπόν, αποφάσισαν να πάρουν μερικούς άλλους και να πάνε να σκάψουν μια Κυριακή, μιας και δεν είχαν τίποτε να χάσουν.
Έτσι κι έγινε. Όταν, όμως, προχώρησαν οι ανασκαφές, εντοπίστηκε ο θόλος μιας στοάς, που ήταν κατάμεστη από χώματα. Τότε, τρύπησαν από ένα άλλο μέρος τη στοά, έβγαλαν με μεγάλη προσοχή τα χώματα και αποκαλύφθηκε τελικά ένας υπόγειος κενός χώρος, διαστάσεων 3,5 επί 3 μέτρων και ύψους 3 μέτρων, ο οποίος νοτιοδυτικώς κατέληγε σ’ ένα άλλο θολωτό κοίλωμα, ύψους 1,2 μέτρων περίπου. Εκείνοι που έλαβαν εν τέλει μέρος στην ανασκαφή ήταν ο Νικόλαος Σούας, που πείστηκε προοδευτικά από τα λόγια του παιδιού του, ο εργάτης Πέτρος Παπάζογλου, οι μεταξουργοί Ιωάννης Σέγγος και Νικόλαος Αθηναίος, οι μηχανικοί σιδηρουργοί Ιωάννης Χαρτονίδης, Γεώργιος Σκιάς, Αλέκος Γκούβερης και ο σοφέρ Διονύσιος Διονυσίου.
Καθώς οι ανασκαφές συνεχίζονταν, βρέθηκε ένα άνοιγμα ύψους 1,6 μέτρων και πλάτους 3 μέτρων και από το άνοιγμα αυτό ξεπρόβαλε μπροστά τους ένας θόλος κωνοειδής, ύψους 6 μέτρων, ο οποίος ήταν λαξευμένος εντός ενός πορώδους βράχου, επιχρισμένου με κουρασάνι. Το κουρασάνι είναι ένα παραδοσιακό κονίαμα, γνωστό από την αρχαιότητα, φτιαγμένο από ασβέστη, άμμο, νερό, τριμμένο κεραμίδι, χαλαζιακή άμμο, θηραϊκή γη και άλλα δευτερεύοντα υλικά. Από τον δεύτερο θόλο, εισερχόταν κάποιος σε θολωτό διάδρομο ύψους 1,6 μέτρων και πλάτους 0,9, ο οποίος ήταν κι αυτός επιχρισμένος με κουρασάνι. Ο διάδρομος κατέληγε σε τρίτο θόλωμα πλάτους 1,5 και ύψους 2 μέτρων. Από το δάπεδο, όμως, του τρίτου κατά σειρά θολώματος παρατηρούσε κανείς σε ύψος μισού μέτρου περίπου μια θολωτή οπή, που είχε μήκος 6 μέτρων, η οποία ήταν τόσο στενή, ώστε μόλις μπορούσε να εισχωρήσει ένα μικρό παιδάκι έρποντας.
Σε εκείνο το σημείο, ο Δημήτρης ζήτησε να διακόψουν το σκάψιμο, γιατί, όπως του είχε πει η Αγία Πελαγία στο όνειρό του, έπρεπε να προσέλθει πρώτα ο Δεσπότης. Έτσι, σταμάτησαν οι ανασκαφές και η οικογένεια Σούα, όπως και οι περίοικοι, ανέμεναν τον Δεσπότη, ώστε να αποπερατωθεί το έργο.
Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, όπου γίνονταν οι ανασκαφές, στην είσοδο της κατακόμβης
Ενώ, όμως, διαρκούσαν οι ανασκαφές, βρέθηκαν μερικά αντικείμενα, τα οποία είχαν κινήσει το ενδιαφέρον, όχι μόνο του κόσμου, αλλά και των αρχαιολόγων. Μεταξύ άλλων, ήρθαν στο φως μερικά πήλινα αγγεία θραυσμένα, ένα μπουκάλι με αγίασμα, όπως είχε δει στο όνειρό του ο Δημήτρης, τυλιγμένο, μάλιστα, σ’ ένα κομμάτι μαύρο ύφασμα από ράσο, μια μικρή μολύβδινη εικόνα, με ανάγλυφο την Ανάσταση του Χριστού και τέλος, μια μαρμάρινη πλάκα μήκους 1,6 μέτρων, που αναγόταν στους ρωμαϊκούς χρόνους, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους και που έφερε μια επιγραφή, η οποία ήταν μια διαταγή του άρχοντα της Χαλκίδας. Η μαρμάρινη αυτή πλάκα μεταφέρθηκε αμέσως στο Μουσείο της Χαλκίδας, όπου και φυλάσσεται.
Το περίεργο ήταν ότι μετά την ανεύρεση της υπόγειας στοάς και σε αναμονή της έλευσης του Δεσπότη, τοποθετήθηκαν πολλές χριστιανικές εικόνες από εκείνους τους ευσεβείς ανθρώπους, που διενήργησαν τις ανασκαφές. Οι εικόνες εναποτέθηκαν ευλαβικά στο πρώτο θολωτό διαμέρισμα, που έμοιαζε με υπόγεια εκκλησία. Κάθε μέρα, πλήθος γυναικών προσερχόταν με κατάνυξη και τελούσε αγρυπνίες. Πολλοί ήταν εκείνοι που υποστήριζαν ότι, κατά τις αγρυπνίες, έβλεπαν την Αγία Πελαγία να καταφτάνει άλλοτε σαν σύννεφο, άλλοτε σαν μια σκιά λευκή με μαύρο πέπλο και χρυσό στεφάνι κι άλλοτε σαν περιστέρι.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 18/05/1932…
Από το strangepress
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου